Oι εξομολογήσεις ενός αθυρόστομου

(αφιέρωμα στο Ντίνο Χριστιανόπουλο)

Είναι γνωστό σε όλους, σχεδόν σαν αποκρυσταλλωμένος κανόνας, αξιωματικός, ότι όλοι οι καλλιτέχνες διακρίνονται είτε από μια είτε από μια σειρά ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες τους προσδίδουν τον ξεχωριστό τους χαρακτήρα και έχουν άμεσον αντίκτυπο στο εκάστοτε έργο τους και τη μελλοντική τους παραγωγή. Άλλο ένα άκαμπτο αξίωμα ορίζει ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης οφείλει να είναι χαμαιλεοντικός, να αφουγκράζεται τις ανάγκες της εποχής του, να εμπνέεται από τα δεδομένα της και να προσαρμόζεται σε αυτήν, μαζί με το έργο του.

Παρά τα όποια καλλιτεχνικά στερεότυπα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τους δημιουργούς μιας οποιασδήποτε τέχνης, οι οποίοι δεν αρέσκονται σε εμπορικούς καθωσπρεπισμούς και παραγωγικά στεγανά. Μπορεί να θεωρούνται εκτός κοινωνικών αρχών και του καλλιτεχνικού σιναφιού γενικότερα, όμως παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις, προκειμένου να αναδείξουν το έργο που εκπροσωπούν και την ίδια στιγμή να αφήσουν το προσωπικό τους στίγμα πάνω στη δημιουργία. Ενας από τους ανθρώπους του πνεύματος, ο οποίος τόλμησε να φτιάξει την ιδιωτική του σφραγίδα και να την χτυπήσει πολύ δυνατά στο πνευματικό κατεστημένο ήταν ο πρόσφατα εκλειπών Ντίνος Χριστιανόπουλος.

xristianopoulos

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1931, έμεινε στην ιστορία της πόλης ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους ποιητές της. Μεγαλώνοντας μέσα στις κακουχίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, βίωσε την πείνα, την εγκατάλειψη και την ανέχεια, ενώ την ίδια στιγμή, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, θωρακιζόταν ανθρωπιστικά. Ολο του το ήθος στη μετέπειτα πορεία του πηγάζει από τις απαρχές της ύπαρξής του. Με τη συνδρομή ενός πλούσιου θείου του κατάφερε να εξασφαλίσει την πνευματική του σκευή , προκειμένου και το πολλά υποσχόμενο πνεύμα του να λειανθεί και να εξανθρωπιστεί περαιτέρω. Παράλληλα με τη φοίτησή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εκδηλώθηκε και η ποιητική του δημιουργία, η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου, είχε ξεκινήσει ήδη από τα προεφηβικά του χρόνια. Οι πρώτες του επιρροές ήταν σαφώς σολωμικές, καβαφικές και λιγότερο ποιητών του εξωτερικού, όπως ο Τ. Σ. Ελιοτ. Επίσης η επαφή του με την αρχαία λυρική ποίηση του έδειξε ένα δημιουργικό δρόμο, κακοτράχαλο και τολμηρό, αλλά σίγουρα ελπιδοφόρο και ενδιαφέροντα. Στα πρώτα έτη των σπουδών του εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο ‘’Η εποχή των ισχνών αγελάδων’’. Τα δέκα ποιήματα αυτής της συλλογής, όπως και το σύνολο του έργου του Χριστιανόπουλου, είναι καθαρά ατομοκεντρικά, όμως με μια φρέσκια φωνή, με ανησυχίες της ηλικίας του και δίχως αμφιβολία, όρεξη για προσφορά.

Η κύρια πρωτοτυπία του έργου του έγκειται στο ότι ο ωμός Ρεαλισμός, σχεδόν Νατουραλισμός θα έλεγε κανείς, των όσων ανακοινώνονται ή εξομολογούνται μέσω των γραπτών, περιγράφει με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο την ψυχοσύνθεση του ατόμου και της κοινωνίας. Τα όσα γράφονται στα κείμενά του, όσο απλά ή απλοϊκά και να δίνουν την αίσθηση ότι είναι, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε απολύτως από άλλα, παγκοσμίως, αναγνωρισμένα γραπτά, ούτε έχουν ανάγκη από την εισαγωγή διαφόρων καλολογικών στοιχείων. Η ομορφία τους είναι η ειλικρίνειά τους.

Αν μη τι άλλο ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Χριστιανόπουλου ήταν ο αυθορμητισμός του, εμποτισμένος στη λεκάνη της ειλικρίνειας. Η ΄΄εγκαρδιότητα΄΄ αυτού του ανθρώπου στο λόγο, πολλές φορές, μεταφραζόταν ως αθυροστομία. Ομως η ανάγκη της ψυχής να εκφραστεί δεν κοιτάζει προσχήματα. Πυροβολεί στο ψαχνό, χτίζοντας γέφυρες με την πραγματικότητα. Ετσι και ο Χριστιανόπουλος εναγκαλίστηκε το αληθινό και παραγκώνισε το επιτηδευμένο. Το ασυμβίβαστον του χαρακτήρα του ήταν που τον ώθησε να αναζητήσει τον εαυτό του μέσα από τις εργασίες που ανέλαβε και κυνήγησε. Αυτό ήταν που τον έκανε τόσο ανθεντικό απέναντι στην κριτική του κόσμου και τις περισσότερες φορές τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Αυτό ήταν που τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την ενδελεχή μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού, δίχως φόβο για τις συνέπειες που θα επέφερε αυτό στην εποχή του. Αυτό ήταν που τον έκανε να αρνηθεί, συνειδητά, μια καθηγητική θέση μετά την περάτωση των σπουδών του, στο ελληνικό δημόσιο και τον πρόσταξε να βιοποριστεί με εναλλακτικούς τρόπους, προκειμένου να βγάλει το ψωμί του με αξιοπρέπεια.

xristianopoulos

Τα απλά πράγματα μπορούν να κάνουν θαύματα και ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, (το Χριστιανόπουλος το χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο, επηρεασμένος από την αναγκαστική του επαφή με τα κατηχητικά) , το γνώριζε πολύ καλά. Οι πιο πολλοί τίτλοι των ποιητικών του συλλογών δεν διεκδικούν καμία πρωτοτυπία, όμως είναι πολύ χαρακτηριστικοί του περιεχομένου των ποιημάτων του. Μέσα σε όλα του τα λογοτεχνικά πονήματα φαίνεται αυτή η πάλη ανάμεσα στην ισχνότητα της ποσότητας και στην ανάδειξη της ποιότητας. Την ίδια στιγμή βγαίνουν στην επιφάνεια και άλλα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον ποιητή. Η μοναξιά της ατομικοτητας του γίνεται έκδηλη μέσα από ένα αιώνιο παράπονο. Ο καημός του καθίσταται ανυπεράσπιστος, καθώς τα χρόνια περνούν και το κορμί του κατατρώγεται από οποιοδήποτε σαράκι. Παρόλο που διατυμπανίζει ότι διαθέτει την ικανότητα να ελίσσεται εξαιρετικά στην κάτω βόλτα, διαφαίνεται ότι γίνεται λόγος για μια νεκρή πιάτσα. Τα λόγια του δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκρισμα, διότι η ημιμάθεια βασιλεύει, η αδιαφορία για το ποιοτικό είναι παρούσα και τα Αλαμπουρνέζικα, η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων, καλύπτουν τη γύμνια των φαινομενικά περισπούδαστων προσωπικοτήτων. Παρόλα αυτά στέκεται απέναντι στη σήψη και την πνευματική διαφθορά. Επιμένει να ρίχνει το προσωπικό του φώς μέσα στο κοινωνικο έρεβος που καλύπτει τις ψυχές των ανθρώπων. Φτάνει στο σημείο να αναρωτηθεί κανείς, παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο και ανθίζει!

Μέχρι την τελευταία του πνοή διατήρησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, μη αποδεχόμενος δόξες και τιμές, με μια μόνη υποχώρηση, την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής το 2011. Δύο μεγάλα πράγματα του χρωστάει η Θεσσαλονίκη, τη Δημοτική της βιβλιοθήκη και τη Διαγώνιο. Επί οχτώμισι χρόνια εργάστηκε ακατάπαυστα, δίχως ειδικές γνώσεις, για να δημιουργήσει μιαν πνευματική γωνία, στην οποία θα κυριαρχούσε η οργάνωση και ο μέσος άνθρωπος θα είχε πρόσβαση. Οσο για το πραγματικό ‘’πατρικό’’ του, τη Διαγώνιο, αυτή αποτέλεσε ένα μικροσκοπικό χώρο πολιτισμού, με τετρακόσιες εκθέσεις ζωγραφικής και πενήντα βιβλιοπαρουσιάσεις. Επί είκοσι χρόνια ,μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90’, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα υπήρχε ένα γερό πνευματικό δεκανίκι, το οποίο δεν άντεξε, διότι αποτελούσε μιαν ατομική πρωτοβουλία, δίχως κρατική παρέμβαση.

Ο Χριστιανόπουλος προσπάθησε να βγάλει στο προσκήνιο ποιητές και σημαντικά κτίρια της γενέτειράς του. Ολες του οι μελέτες, με εξαίρεση αυτές για το έργο του Σολωμού, στρέφονται γύρω από αυτή την προσφυγομάνα, η οποία έχει μιαν ιδιαίτερη σχέση με τα παιδιά της. Τα αναθρέφει με όλες τις αρχές και τις αξίες, όμως δύσκολα τα κρατάει κοντά της. Αυτήν τη σχέση μίσους και αγάπης είχε ο Χριστιανόπουλος με την πόλη του. Ομως δεν έφυγε ποτέ από κοντά της. Δεν την πρόδωσε ποτέ, έχοντας στο νού του, ίσως, μιαν ενδότερη πίστη στις δυνατότητές της. Οσο ήταν εν ζωή, υπηρέτησε τα δύο του πάθη με αυταπάρνηση, τη Λογοτεχνία και το Ρεμπέτικο. Και να που ύστερα από ογδόντα εννέα χρόνια παρουσίας στη ζωή βρέθηκε με τον αγαπημένο του τραγουδιστή, εξηγώντας του για τη μουσική παρέα που είχε φτιάξει προς τιμήν του, για να μην αναφερθούν οι εκ νέου συναντήσεις του με παλαιούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.

Η Διανόηση του χρωστάει αρκετά. Ως εκ τούτου οι αληθινοί διανοητές, οι οποίοι τυγχάνουν και ορθοί εκτιμητές, οφείλουν να περιβάλλουν το πνεύμα του με αγάπη. Παρόλο που ο ίδιος έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου του περιθωρίου, ήταν πέρα για πέρα επουσιώδης. Ομως αυτό αφήνεται να διαπιστωθεί μέσω της επανανακάλυψης των γραπτών του.

-10-638

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός