Λευκή ελπίδα

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει δειλά δειλά να χαϊδεύουν τα μάγουλα της Γιώτας Αλεξοπούλου. Τα λαμπερά χεράκια είχαν ξεφύγει από τη μισάνοιχτη κουρτίνα του δωματίου της και με παιχνιδιάρικη διάθεση βάλθηκαν να θωπεύουν τις παρειές της νεαράς φοιτήτριας. Είχε αρχίσει να συνέρχεται από το λήθαργό της, πράγμα το οποίο δεν επιθυμούσε και πολύ. Το αγαπημένο της όνειρο είχε επισκεφθεί για ακόμη μια φορά τη συνείδησή της.


Ηταν στην παλαιά της γειτονιά και έπαιζε με το πιστό της σκυλάκι, την Φίντες. Οι γονείς της είχαν ξαφνιαστεί όταν άκουσαν αυτό το όνομα, εκείνη όμως τους είχε καθησυχάσει, λέγοντας ότι είχε ακούσει αυτή την περίεργη λέξη στο γυμνάσιο και ο καθηγητής τους τούς διαβεβαίωσε ότι προέρχεται από μια αρχαία γλώσσα, την οποία, όσοι και όσες ήθελαν, θα είχαν την ευκαιρία να διδαχτούν αργότερα στο λύκειο και σημαίνει Πίστη. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την ωθούσε προς αυτή την σκέψη, όμως ήταν πεπεισμένη ότι αυτό το κουταβάκι θα της ήταν πιστό για όλη του τη ζωή, πράγμα το οποίο και έγινε. Για την επόμενη δεκαετία το κορίτσι και το τετράποδο ήταν αχώριστοι, μέχρι που μια ασθένεια έκοψε το νήμα της ζωής της Φίντες. Εκτοτε, το μικρό σκυλάκι επισκεπτόταν τη Γιώτα στα όνειρά της, κουνώντας την ουρίτσα της και βγάζοντας έξω τη γλωσσίτσα της για παιχνίδι. Η Γιώτα έπαιρνε μια μικρή μπάλα και την έριχνε στο ζωντανό. Εκείνο πάλι, έτρεχε με όλη του τη φόρα, για να την πιάσει και να την επιστρέψει. Αυτήν τη φορά η μπάλα είχε το σχήμα  χριστουγεννιάτικου στολιδιού, υποσυνείδητη ψυχολογική υπενθύμιση για τις γιορτές που πλησίαζαν. Ενώ όλα πήγαιναν καλά, κάποια στιγμή η Γιώτα δεν μπορούσε να πιάσει την μπάλα, καθώς αυτή εξαφανιζόταν από μπροστά της ως δια μαγείας. Το χαμόγελο έφευγε από τα χείλη της. Καθόταν στο δάπεδο ή το γρασίδι ή οπουδήποτε τύχαινε να βρίσκεται σε κάθε της συνάντηση με την σκυλίτσα της. Από την τσέπη του παντελονιού της έβγαζε ένα διακριτικό ζευγάρι μαύρα γυαλιά και τα φορούσε. Επειτα, καθόταν αμίλητη. Η Φίντες άρχιζε τότε το κλαψούρισμα και πήγαινε στην αγκαλιά της. Η Γιώτα την ένιωθε κοντά της, ενώ εκείνη της έγλειφε τα χέρια, μέχρι να αρχίσει να θολώνει και να χάνεται σιγά σιγά από την αγκαλιά της κοπέλας. Μόνο όταν η ύπαρξή της είχε τελείως σβηστεί, το κορίτσι έφερνε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Μόνο τότε ένα μειδίαμα αχνοφαινόταν στα χείλη της.

 Επανερχόμενη στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς της, μετά τον ευεργετικό, για την ψυχή της ύπνο, έσυρε το αριστερό της χέρι πάνω στο κομοδίνο. Πάτησε το κουμπί και το ηλεκτρονικό της ρολόι την ενημέρωσε ότι η ώρα ήταν εννέα παρά δέκα. Είχε παρακοιμηθεί λίγο σήμερα, όμως άξιζε πραγματικά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι . Δεν μπήκε καν στον κόπο να στρώσει τα μαλλιά της. Η επιστήμη της, συγκεκριμένα η διπλωματική της εργασία για τις ανάγκες του μεταπτυχιακού της, την καλούσε. Είχε περιθώριο λίγους μήνες ακόμη, αλλά η ίδια συνειδητά είχε επιλέξει να ξεκινήσει από τώρα. Δεν έβλεπε την ώρα να γίνει ακαδημαϊκός.

Αφού φρεσκαρίστηκε και ντύθηκε με φόρμα γυμναστικής, συνομίλησε στο τηλέφωνο με το αγόρι της, το οποίο ήταν πλέον υγιέστατο και δεν αποτελούσε κίνδυνο για την υγεία της. Περίμενε πώς και πώς να συναντηθούν ύστερα από τόσον καιρό. Μάλιστα, είχαν κανονίσει για την παραμονή των Χριστουγέννων. Τέλειος συγχρονισμός για ένα ρομαντικό δείπνο, χωρίς τρίτους, μόνον οι δυο τους.

Οι μέρες κύλησαν σαν νερό. Η πολυπόθητη στιγμή έφτασε. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Η Γιώτα ήταν ντυμένη ζεστά. Επέλεξε μια λίστα με χριστουγεννιάτικα τραγούδια και την άφησε να παίζει, ενώ εκείνη τακτοποιούσε το σπίτι για το απογευματάκι. Αναπόλησε τα χρόνια, όπου εκείνη έλεγε τα Κάλαντα. Είχε να τα ακούσει από παιδάκια τουλάχιστον τρία χρόνια. Υστερα από αρκετές ώρες ήταν εξαντλημένη. Εκανε ένα μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, αφήνοντας ένα ακουστικό βιβλίο στον υπολογιστή της να την ψευτονανουρίζει.

Το ρολόι σήμανε πέντε, ένας παλαιός κούκος, κειμήλιο της γιαγιάς της, τοποθετημένος στη σαλοτραπεζαρία του σπιτιού. Η Γιώτα σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται. Το εντυπωσιακό κόκκινο φόρεμά της την κολάκευε αρκετά, καθώς τόνιζε τη σιλουέτα της και την αναδείκνυε στο σύνολο. Εφτιαξε έναν ωραίο κότσο με τα καστανά μαλλιά της και βάφτηκε διακριτικά, όλα αυτά με την λεπτομερέστατη και προσεκτικότατη καθοδήγηση της καλύτερής της φίλης, από το skype.

Κατά τις εφτά η πόρτα χτύπησε, μαζί και η καρδιά της. Με το που άνοιξε την πόρτα, ο ψηλός, γεροδεμένος, γενειοφόρος, υποψήφιος διδάκτωρ της κτηνιατρικής Τάσος Ζαφειρόπουλος, έπεσε στην αγκαλιά της και τη γέμισε με φιλιά. Η χαρά των δυο ερωτευμένων ήταν απερίγραπτη. Ο κοντοκουρεμένος νέος σχεδόν κόντεψε να πετάξει τα πράγματα που κρατούσε στα χέρια του στο πάτωμα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το ότι άγγιζε και πάλι την αγαπημένη του. Μα και εκείνη ήταν συγκλονισμένη, καθώς τον έσφιγγε όλο και πιο πολύ επάνω της. Υστερα από τις διαχυτικότητες, ήρθε η ώρα του μαγειρέματος. Ο Τάσος κράτησε την υπόσχεσή του και της ετοίμασε την αγαπημένη τους μακαρονάδα. Οι σοκολατίνες που είχε φέρει συμπλήρωναν τη γαστρονομική πανδαισία. Η συζήτηση μεταξύ τους είχε φουντώσει για τα καλά. Αργότερα, άκουσαν, αγκαλιασμένοι, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία στο youtube. Το ολόγιομο φεγγάρι που φαινόταν από το παράθυρο του καθιστικού θαρρείς και κόντευε να γεμίσει και αυτό με χιόνια. Πλέον, τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει και επισήμως. Ο γηραιός Ελβετός το επιβεβαίωνε.

 Ο Τάσος σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνηθηκε προς το μέρος, όπου είχε κρεμάσει το παλτό του. Από την τσέπη του έβγαλε ένα μεσαίου μεγέθους πακέτο και το τοποθέτησε στα χέρια της κοπέλας του. Η Γιώτα το άνοιξε με ανυπομονησία και περίσκεψη μαζί. Το πακέτο ήταν λίγο βαρύ, οπότε προσπαθούσε να είναι όσο πιο προσεκτική γίνεται. Τελικά, ανακάλυψε μια μαρμάρινη πλάκα, η οποία είχε επάνω της ανάγλυφη τη μορφή ενός σκύλου και από κάτω χαραγμένη μια επιγραφή στα Λατινικά. Ψηλαφίζοντας, διαπίστωσε ότι το σκυλάκι ήταν η Φίντες. Η συγκίνησή της έφτασε στο αποκορύφωμα, όταν διάβασε την επιγραφή. MEMINI TE MEMENTO ME ( = Σε θυμάμαι. Να με θυμάσαι.) . Με λυγμούς έπεσε στο στήθος του συντρόφου της. Επειτα σήκωσε το τυφλό της πρόσωπο στο ύψος του δικού του και του πρόσφερε το πιο βαθύ και ερωτικό φιλί της.

 Οσο κρύο και να ήταν το εξωτερικό εορταστικό περιβάλλον, καμμία σημασία δεν είχε. Οι καρδιές τους έβγαζαν τις ισχυρότερες φλόγες στην οικουμένη. Από μακριά ακουγόταν ένα ανεπαίσθητο γάβγισμα. Σαν κάποια από το Υπερπέραν να τους ευχόταν Καλά Χριστούγεννα!

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ!!!
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός