Η βία ορίζεται ως ο εξαναγκασμός σε κάτι, το οποίο δεν γίνεται με τη θέλησή μας. Σε αυτή την περίπτωση μόνο ευχάριστη δεν μπορεί να είναι η οποιαδήποτε, τέτοιου τύπου, εμπειρία. Η ευκολία ορισμένων ανθρώπων να επιβάλλονται δια της πυγμής τους αποκαλύπτει την ίδια στιγμή την αδυναμία τους να σκεφτούν τί υπάρχει και τί συμβαίνει γύρω τους. Για αυτούς η αποδυνάμωση των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων, που, στο δικό τους μυαλό, δείχνουν κατώτεροι, γίνεται για αυτούς αυτοσκοπός.
Και ενώ σε παλαιότερες εποχές η επιβίωση ήταν πραγματικά ζήτημα ισχύος, ώστε ο δυνατότερος να επικρατήσει, με το πέρασμα των χρόνων η εφευρετικότητα, σε συνδυασμό με την προνοητικότητα άρχισαν να κάνουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την ωμή δύναμη των μυών τους και να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη δύναμη των εγκεφαλικών τους νευρώνων. Αυτή η αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος επέφερε αλλαγές και στον τρόπο αντιμετώπισης μιας κοινωνικής ομάδας από την άλλη. Είναι γεγονός ότι η έλλειψη σκέψης περιορίζει κατά πολύ την ανθρώπινη προσωπικότητα. Στην περίπτωση που ψήγματα αυτής της πρακτικής διαστρεβλώνονται και παρερμηνεύονται, τα πράγματα γίνονται χειρότερα.
Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το τί είναι χειρότερο, η έλλειψη καθοδήγησης ή η λανθασμένη καθοδήγηση. Στην περίπτωση της πρώτης ένα άτομο είναι εκτεθειμένο στα διάφορα στοιχεία της σύγχρονης φύσης. Τότε αναλαμβάνει ο μιμητισμός να του δείξει το δρόμο που οφείλει να πορευτεί, προκειμένου να συνεχίσει να υφίσταται μέσα στο διηνεκές. Το αν θα είναι σωστή ή λανθασμένη αυτή η πορεία εναπόκειται στους διάφορους νόμους των πιθανοτήτων, οι οποίοι κάνουν τον άνθρωπο να παίζει ζάρια μέσα στο δικό του σύμπαν. Το ποσοστό αλήθειας που ενδέχεται να βρεί, μπορεί να είναι μεγάλο ή ελάχιστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί μπροστά του αυτή η διδαχή, η οποία θα τον αποτρέψει από το να συνεχίσει τις ανοσιότητές του. Με άλλα λόγια, θα καταφέρει να αντικρίσει την αντικειμενικότητα κατάματα. Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη αντικειμενικότητας. Οταν κάποιο άτομο έχει γαλουχηθεί με στοιχεία, τα οποία ανταποκρίνονται μόνο στο πλαίσιο μιας ατομικής κοινωνίας, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κόσμος ανήκει σε αυτούς. Τότε είναι που η διαφορετικότητα δεν γίνεται αποδεκτή από κανέναν και όλες οι ‘’παραφωνίες’’ που συναντούν πρέπει να εξαλειφθούν.
Η ρίζα του κακού φτάνει στην αρχή της ύπαρξης. Το κάθε σπιτικό οφείλει να εμφυσεί τις αρχές αυτές που θα συντροφεύουν τη νέα ελπίδα της ζωής, με στόχο τη βελτίωση του εαυτού, μα και του κόσμου ολάκερου. Οταν όμως τα όποια διδάγματα δέχεται κανείς ήδη από μια τρυφερή ηλικία είναι ασύμβατα με την πραγματικότητα, του δημιουργούν όμως, την ίδια στιγμή, μια ιδανική πραγματικότητα, τότε γίνεται λόγος για νέο σκοταδισμό. Οταν διαπλάθεται κανείς μέσα σε ένα τόσο οπισθοδρομικό περιβάλλον, εκτιμάται ότι δεν υπάρχει ελπίδα επιστροφής. Τα λεγόμενα ‘’προβληματικά’’ άτομα καθίστανται απροσάρμοστα σε οποιαδήποτε κοινωνική δομή, καθώς έχουν την ισχυρά πεποίθηση ότι αυτή τους ανήκει. Δεν αργούν να υποδηλώσουν την υποτιθέμενη επικυριαρχία τους έναντι των άλλων, χρησιμοποιώντας τη βία. Η τελευταία είναι το μαναδικό τους όπλο, με το οποίο αντιπαλεύουν ο,τιδήποτε τους εμποδίζει να διαφεντεύουν τους πάντες, με οικτρά αποτελέσματα και άσχημη κατάληξη κάθε φορά.
Ας μην λησμονούμε και άλλη μια παράμετρο της λανθασμένης καθοδήγησης. Στην πλειοψηφία τους όλα αυτά τα άτομα βιώνουν μια προσωπική τραγωδία μέσα στο σπίτι τους. Αυτό που συμβαίνει στο πλαίσιο του δικού τους μικρόκοσμου, τα επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βρίσκουν δικαιολογία να ξεσπάσουν κάπου. Με άλλα λόγια, με τη βίαιη συμπεριφορά τους, είτε αυτή είναι λεκτική είτε σωματική, μεταθέτουν το ατομικό τους πρόβλημα κάπου αλλού, όπου γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει το περιθώριο για υπεράσπιση ή ανάλογη ανταπάντηση. Στις μέρες μας ο σχολικός εκφοβισμός έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι όλο και περισσότερα κρούσματα γίνονται γνωστά. Η σιωπή των προηγούμεων ετών σπάει και αποκαλύπτονται όλο και χειρότερες περιπτώσεις κακοποίησης, οι οποίες, με τη συνδρομή της τεχνολογίας, αποκτούν μέχρι και φιλοθεάμον κοινό. Ας μην μας κάνει εντύπωση το γεγονός. Οι άνθρωποι διψούν για ‘’άρτον και θεάματα’’, αποπροσανατολιζόμενοι από σημαντικότερα προβλήματα που πλήττουν την κοινωνία. Οταν οι αξίες και η ηθική μιας κοινωνίας περνούν κρίση, όλα τα άλλα περιττεύουν, διότι αυτή αποτελεί την περίπτωση όπου δύσκολα επανακάμπτει κανείς. Ετσι, ευρισκόμενοι όλοι σε έναν κυκλώνα, αγωνίζονται να πιαστούν από κάπου, δίχως να έχουν συναίσθηση των συνεπειών που θα επιφέρουν οι πράξεις τους.
Τελικά υπάρχει ελπίδα; Φυσικά, αρκεί ο διδακτισμός που θα προέρχεται από όλες τις μορφωτικές εστίες να αποπνέει ανθρωπιά και να κάνει πλήρως κατανοητές τις έννοιες του σεβασμού και του φιλότιμου. Μόλις αυτά γίνουν κτήμα όλων των ψυχών, τότε κανένα παιδί δεν θα φοβάται να περάσει το κατώφλι ενός σχολικού κτιρίου, ούτε κάποιος συνομήλικούς τους θα προσπαθήσει να τους καταστρέψει τον εσωτερικό τους κόσμο, επιθυμώντας να αποζημιωθεί για το δικό του ραγισμένο μέσα.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός