Δύναμαι σημαίνει μπορώ, εξουσιάζω. Αλλιώς έχω τη δύναμη να εξουσιάζω, να ασκώ κάποιας μορφής εξουσίας. Βία είναι ενίοτε το παράγωγο του δύναμαι, όχι βέβαια απ’ την ίδια ρίζα αλλά απ’ την ίδια γλάστρα ποτίζονται επιμελώς καθημερινά με το ποτιστήρι της αλαζονίας και της μεγαλομανίας. Τότε το δύναμαι γονιμοποιεί και θρέφει τη βία και όταν η βία μεγαλώνει, θρέφει με τη σειρά της το δύναμαι.
Σε κάθε σχέση αλληλεπίδρασης όπως αυτή υπάρχουν δύο πυλώνες, εν προκειμένω ένας θύτης και ένα θύμα. Ο θύτης του δύναμαι είναι ο βιαστής και το θύμα ο βιασμένος. Χτίζοντας το προφίλ του βιαστή θα λέγαμε σε πρώτο επίπεδο ότι πρόκειται για ένα ζωντανό ον που παραβιάζει συνειδητά ή όχι κάποια πτυχή της ιδιωτικότητας ενός άλλου ζωντανού όντος, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα φύσει ή θέσει να το κάνει. Επιλέγει δηλαδή να κάνει κατάχρηση της δύναμής του προκειμένου να κερδίσει κάτι σε βάρος της σωματικής, πνευματικής, ηθικής ή υλικής ιδιωτικότητας του άλλου. Εύλογα γεννάται η απορία γιατί κάποιος που βρίσκεται σε θέση ισχύος έχει την ανάγκη να κερδίζει κάτι σε βάρος άλλου. Είναι η απληστία και η ανάγκη για περισσότερα, είναι η βλακώδης αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι στο ζενίθ της επιτυχίας, ή μήπως ο ενδόμυχος φόβος ότι η δύναμη που διαθέτουμε διακυβεύεται και αμφισβητείται από άλλους ή από τον ίδιο μας τον εαυτό;
Αλλά και από την πλευρά του θύματος το θέμα είναι εξίσου περίπλοκο. Το θύμα είτε ανήκει στα γυναικόπαιδα που είναι η συνηθισμένη κατηγορία αμάχου πληθυσμού σε μια κοινωνία δεν είναι ζήτημα φύλου. Η βασική του ιδιότητα είναι η κατάσταση μειονεξίας στην οποία έχει ή νομίζει πως έχει περιέλθει. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι η πεποίθησή του ότι έχει μικρότερη δύναμη, ο φόβος ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει είναι αναπότρεπτη. Η συνθήκη αυτή ωστόσο δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι βιάστηκε με οποιονδήποτε τρόπο και αυτό γιατί η βία που μπορεί να ασκήσει κάποιος δεν ανατρέπεται, ούτε με την δύναμη της απολογίας, ούτε με την συγκάλυψη των γεγονότων, ούτε με το λάβαρο του νόμου, ούτε και με τη μετατροπή του θύματος σε θύτη. Αυτό που μπορεί να ανατραπεί είναι η στάση θυματοποίησης του θύματος που οδηγεί στην αδράνεια και διαιωνίζει το πρόβλημα. Το θύμα παραμένει θύμα όσο νομίζει ότι δεν μπορεί και ο θύτης παραμένει θύτης όσο νομίζει ότι μπορεί.
Μπορεί όμως το δύναμαι να οδηγήσει σε κάτι άλλο πέρα απ΄τη βία; Μπορεί μόνο όταν οδηγεί στο θετικό συνώνυμο της βίας που είναι η πραγματική Δύναμη, μια δύναμη αυταπόδεικτη, παραγωγική και δοτική που δεν έχει ανάγκη να αποστραγγίζει τη δύναμη του άλλου για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της.
Μαρία Χαμηλάκη