Κατάσταση προερχόμενη από τα κινηματογραφικά δεδομένα, αλλά θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συμβεί και στην πραγματικότητα. Ενα άτομο ερωτεύεται ένα άλλο. Η αγάπη τους είναι αμοιβαία. Ομως τυγχάνει να μην μιλούν την ίδια γλώσσα. Ετσι και οι δύο τους επιδίδονται σε έναν αγώνα κατάκτησης της γνώσης, προκειμένου να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Κάθε αρχή είναι δύσκολη και το ζευγάρι καταλήγει σε τραγελαφικές συζητήσεις, με λάθη που μόνο γέλια στα πρόσωπά τους και χαρά στις ψυχές τους φέρνουν. Κάποτε τα καταφέρνουν και το πρώτο ερωτικό ραβασάκι είναι γεγονός. Ομως ανακαλύπτουν το εξής. Αυτό δεν τους ήταν τελικά απαραίτητο, διότι οι ψυχές τους μιλούσαν η μία στην άλλη, δίχως η γλώσσα να είναι εμπόδιο. Θα μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι για πάντα, χωρίς να ανταλλάξουν μια κουβέντα.
Ξεφεύγοντας από την ρομαντική κατάσταση, ας θέσουμε την ψυχρή μας λογική σε λειτουργία και ας αναλογιστούμε το εξής. Το εν λόγω ζευγάρι, στην περίπτωση που όντως αποφάσιζε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί, θα έπρεπε να έχει έναν δίαυλο επικοινωνίας, εφόσον επιθυμούν να μάθουν περισσότερα πράγματα ο ένας για την άλλην, όπως διάφορα πολιτισμικά στοιχεία του τόπου καταγωγής τους, τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας τους, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων στο μέλλον, την άνεση κινήσεων στον τόπο του καθενός, τη δυνατότητα έγκυρης, έγκαιρης και πολύπλευρης ενημέρωσης και γιατί όχι, τη γνωριμία με τη λογοτεχνία της εκάστοτε χώρας.
Πόσες φορές δεν έτυχε να βρισκόμαστε κάπου και δίπλα μας να υπάρχει ένας άνθρωπος, ο οποίος μελετά ένα κείμενο σε γλώσσα ακαταλαβίστικη. Ολοι μας δεν είχαμε την κρυφή επιθυμία να γνωρίζουμε εκείνην τη γλώσσα, ώστε να μπορούσαμε να διαβάσουμε το κείμενο,; Βέβαια η αρχική μας αντίδραση θα ήταν κάπως παιδαριώδης, καθώς θα κάναμε την απόπειρα να μιμηθούμε τους ήχους της γλώσσας και τη γραφή της στο χαρτί. Στο έργο ‘’Αχαρνής’’ Ο Αριστοφάνης, όταν παρουσιάζει κάποιον από το ‘’εξωτερικό’’, μην γνωρίζοντας τη γλώσσα του, τον βάζει να λέει αλαμπουρνέζικα, τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου.
Αλλα όλοι βαθιά μέσα μας επιζητούμε τη γνώση και η γλώσσα πολλές φορές είναι το βασικό εμπόδιο. Εδώ έρχεται η σωτήρια παρέμβαση της μετάφρασης, η οποία μας λύνει τα χέρια και μας ανοίγει τα μάτια, καθώς δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να μάθουν ξένες γλώσσες και όσοι μαθαίνουν, συνήθως, περιορίζονται στις βασικές ευρωπα’ι’κές. Ποσες όμως να μάθει κάποιος; Υπάρχει περιορισμός στην ανθρώπινη μνήμη και το επίπεδο των γλωσσών ποικίλλει. Ετσι προκύπτει ο κλάδος των επαγγελματιών μεταφραστών, οι οποίοι οπλισμένοι με εξειδικευμένη γνώση, σπεύδουν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη, παραδίδοντάς μας έργα που επιθυμούμε να προσεγγίσουμε στη δική μας γλώσσα, ακόμη και να μας γνωστοποιήσουν κάτι που αγνοούσαμε., αλλά τώρα θέλουμε να εξετάσουμε.
Δύσκολη και επίμοχθη η διαδικασία της μετάφρασης, καθώς οποιοσδήποτε έχει αναλάβει μια μεταφραστική εργασία, καλείται να αποδώσει ένα ξένο κείμενο στη μητρική του γλώσσα. Αυτό μπορεί να φαντάζει απλό, με την προ’υ’πόθεση ότι γνωρίζει και τις δύο γλώσσες πολύ καλά, όμως το ζήτημα της αναλογίας ελλοχεύει. Πως θα μπορέσει να βρεί το απόλυτο ανάλογο από τη μια γλώσσα στην άλλη, προκειμένου να αποδώσει το ύφος του κειμένου επακριβώς, χωρίς να αλλοιώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που αυτό έχει στη δική του γλώσσα; Και ας μην ξεχνούμε τους διάφορους ιδιωματισμούς, ιδιωτισμούς, και διάφορες κοινωνικές ή ιστορικές αναφορές που μόνο οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας θα αντιλαμβάνονταν πλήρως.
Κάθε φορά που ένας μεταφραστής πιάνει ένα κείμενο και το κατάλληλο λεξικό, βάζει ένα μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό του. Η ποιότητα της εργασίας του, το πνευματικό του οπλοστάσιο και η αίσθηση του χρέους απέναντι στο αναγνωστικό κοινό της πατρίδας του είναι αυτά που καθοδηγούν το νού του να αναγνώσει το κείμενο και να ξεκινήσει τη μεταφορά του στη δική του γλώσσα. Και εάν τα πράγματα έχουν έτσι για τα σύγχρονα δεδομένα, τα ίδια ισχύουν και για τα αρχαία κείμενα., όπου η αναλογία προς τα σύγχρονα δεδομένα της γλώσσας οφείλει να είναι επίσης προσεχτική, πάντοτε ανάλογα με το είδος του κειμένου. Μια λέξη να αλλάξει, αλλάζει αυτομάτως όλο το νόημα του έργου, είτε πρόκειται για ένα ιστοριογραφικό εγχειρίδιο, είτε ένα ρητορικό λόγο, είτε μια κωμωδία, είτε μια φιλοσοφική πραγματεία. Εάν δεν γίνει προσεχτική μελέτη και ακριβής επιλογή των λέξεων, οδηγούμαστε σε παρερμηνείες και λανθασμένα συμπεράσματα. Χώρια ότι το μεταφρασμένο κείμενο που προκύπτει δεν έχει καμία σχέση με το πρωτότυπο. Δίνει την εντύπωση ενός άλλου κειμένου, τελείως διαφορετικού, αποπροσανατόλιστου. Μόνο το λόγο του Κακριδή να θυμηθούμε, θα γλυτώσουμε από πολλά προβλήματα.
Ομως δεν χρήζουν μόνο η ελληνική και η λατινική γραμματεία ιδιαιτέρας προσοχής. Και η σύγχρονη γραμματεία πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο. Πολλοί θεωρούν ότι σε σχέση με την επιστημονική βιβλιογραφία είναι ευκολότερο για κάποιον να επεξεργαστεί τη λογοτεχνική παραγωγή. Αυτό αληθεύει μέχρι ενός σημείου, διότι δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την αξία της λογοτεχνίας και τα οφέλη που προσφέρει στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω κάθε λογοτεχνικό είδος μπολιάζεται, ενίοτε, με διάφορες έννοιες του επιστητού, οι οποίες το καθιστούν δυσνόητο, σκοτεινό, απόμακρο για τον αμύητο αναγνώστη. Αλλη μια μεγάλη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επίδοξοι μεταφραστές, όταν καταπιάνονται με τη λογοτεχνία. Οφείλουν να γνωρίζουν και στοιχεία του πολιτισμού της χώρας από όπου προέρχεται το οποιοδήποτε λογοτέχνημα, προκειμένου να καταφέρουν να κατανοήσουν αρχικά οι ίδιοι αυτό που διαβάζουν και έτσι να το μεταφέρουν στη δική τους γλώσσα όσο πιστότερα γίνεται.
Υπάρχει όμως πιστή μετάφραση; Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική. Οσο και να προσπαθήσει κάποιος, όσο και να το παλέψει μέσα στο νού του, θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Η απόλυτη, η λέξη προς λέξη μετάφραση είναι αδύνατη. Η τουλάχιστον είναι δυνατή, μόνο που το τελικό μεταφραστικό προ’ι’όν θα έχει την όψη ενός παραζαλισμένου ανθρώπου, ο οποίος έχει πέσει σε παραλήρημα. Στα Αραβικά μια λέξη, η οποία χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για μια όμορφη γυναίκα, σε ελληνική απόδοση, είναι η λέξη ‘’καμηλομάτα’’. Πριν μας ξενίσει όμως αυτή η λέξη, ας λάβουμε υπόψη μας το ρόλο και τη χρησιμότητα αυτού του ζώου στις χώρες του αραβικού κόσμου.
Είναι μοιραίο να επέρχονται στη μετάφραση κάποιοι συμβιβασμοί, προκειμένου να μην δείχνει να προέρχεται από άλλον πλανήτη. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται λόγος για έκπτωση επί του κειμένου, μόνο μια ελαφρά προσαρμογή στα δεδομένα της γλώσσας, στην οποία μεταφράζεται, στην περίπτωση που λείπει κάποιο επεξηγηματικό υπόμνημα.
Σε τελική ανάλυση η αξία της μετάφρασης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλειώδης. Αποτελεί ένα τρομερό βοήθημα για όλους όσοι επιθυμούν να απολαύσουν κάτι του οποίου την πρωτότυπη γλωσσική μορφή αγνοούν. Την ίδια στιγμή δίνεται η ευκαιρία σε όλους τους συγγραφείς του κόσμου να ταξιδέψουν πέρα από τα όρια του τόπου τους και να γίνουν γνωστοί στις εσχατιές της γής. Χάρη στο μεταφραστικό μόχθο πολλών και διάφορων αφανών ηρώων έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να διαβάζουμε, σε αξιολογότατη απόδοση, Προύστ, Μάνν, Εσσε, Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Κούντερα, Σαίξπηρ, Ιψεν, Χέμινγουεη, Κίπλινγκ,Τουέην, Ντίκενς, Γκαίτε, Εκο, Καλβίνο, Ισιγκούρο, Καβαμπάτα, Θερβάντες, Παμούκ, Μπουκάι, Ντος Πάσος, Μάρκες, Τσβάιχ, Ρουσντί, Σαραμάγκου, Σέλινγκ, Κόντραντ, Σάλιντζερ, Γκόλντινγκ, Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Ομηρο, Θουκυκίδη, Ηρόδοτο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Βιργίλιο, Οράτιο, Πλαύτο, Τερέντιο, Σενέκα, Τάκιτο, Κικέρωνα, Αυγουστίνο και πολλούς άλλους.
Οσοι και όσες καταπιάνονται με τη μετάφραση αξίζουν τον απεριόριστο σεβασμό μας. Το έργο τους, πολύπλοκο, κοπιαστικό, απαιτητικό, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται. Βεβαίως, εξαιτίας της νοοτροπίας που επικρατεί μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς και των διαφόρων μεταφραστικών ‘’σχολών’’, υπάρχουν διάφορες ποιότητες ως προς το κείμενο που μας παραδίδεται. Η επιλογή μας θα πρέπει να είναι προσεχτική. Η ανάγνωση από το πρωτότυπο μπορεί να θεωρείται η καλύτερη πρακτική, όπου αυτό όμως δεν είναι δυνατόν, εκεί αναλαμβάνει κάποιος μεταφραστής να μας βγάλει από τον κόπο, προκειμένου και εμείς με τη σειρά μας να μπορούμε να εργαστούμε, να μελετήσουμε, να ενημερωθούμε, να διασκεδάσουμε, να ψυχαγωγηθούμε. Απέραντη ευγνωμοσύνη χρωστούμε σε αυτούς που με τη γλωσσομάθειά τους μας έδωσαν τα φώτα τους και μας πρόσφεραν κομμάτια πολιτισμού στη γλώσσα μας. Ενα βραβείο είναι η ελάχιστη αναγνώριση της προσπάθειάς τους να γνωστοποιήσουν όλην τη γραπτή παραγωγή σε όλους, αλλά μέσα σε ένα κλίμα άγνοιας, καλό είναι που υπάρχουν ως φόρος τιμής σε αυτούς.
Σημείωση.. Εκδόσεις Ψυχογιός – Η Άμπυ Ραΐκου τιμάται με το βραβείο «PIER PAOLO PASOLINI»
Η μεταφράστρια Άμπυ Ραΐκου τιμάται με το βραβείο «PIER PAOLO PASOLINI»To Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο θα απονείμει φέτος για δεύτερη συνεχή χρονιά τα Βραβεία Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Τα βραβεία δίδονται ως αναγνώριση του πολύτιμου έργου της πολιτιστικής διαμεσολάβησης που προσφέρουν οι μεταφραστές. Το βραβείο«PIER PAOLO PASOLINI» για το έτος 2018 θα απονεμηθεί στη μεταφράστρια Άμπυ Ραΐκου. Μεταξύ άλλων η Άμπυ Ραΐκου έχει μεταφράσει από τα ιταλικά τα βιβλία του Luca D’Andrea και του Valerio Massimo Manfredi.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός