Και ενώ τις τελευταίες μέρες ακούμε έντονα από τα ΜΜΕ για την αναγκαιότητα επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην θέση που τους αρμόζει (έστω και προσωρινά) και τον αγώνα της κυβέρνησης προς αυτόν τον σπουδαίο σκοπό, ταυτόχρονα, τα αρχαιολογικά ευρήματα του σταθμού Μετρό της Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται να μην αξίζουν παρόμοια μεταχείριση (χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε ή να υπερτιμήσουμε την αξία των αρχαιοτήτων αντίστοιχα). Το ζήτημα της απόσπασης των αρχαιοτήτων επανατοποθετείται μετά από 4 χρόνια στο τραπέζι, για να προκαλέσει εκ νέου καθυστερήσεις στην παράδοση του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Η Ανάδοχος Κοινοπραξία για την κατασκευή του Μετρό αμφισβήτησε και αποδόμησε όσα επιτεύχθηκαν την περασμένη τετραετία. Συγκεκριμένα, χρεώνει στην Αττικό Μετρό ΑΕ την καθυστέρηση του έργου (θεωρία που μπορεί να καταρρίψει οποιοσδήποτε κάτοικος της πόλης, αλλά και οικονομικά στοιχεία της Αττικό Μετρό ΑΕ, τα οποία δηλώνουν την επενδυτική έκρηξη από το 2016 κι έπειτα) και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλη λύση για τα αρχαιολογικά ευρήματα παρά να απομακρυνθούν από τον χώρο του Μετρό και να επανατοποθετηθούν (αγνοώντας τις υπάρχουσες μελέτες και αποφάσεις), με σκοπό να ολοκληρωθεί το έργο.
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους φυσικά. Χωρίς καμία ντροπή, η Ανάδοχος Κοινοπραξία προς ίδιον όφελος επιδιώκει την καθυστέρηση του έργου. Οι ως τώρα παραγωγικές επενδύσεις δίνουν την θέση τους στις γνωστές τόσα χρόνια αποζημιώσεις. Και όσον αφορά το θέμα τον αρχαιοτήτων, η λύση είχε ήδη δοθεί το 2017 από ειδικούς: Τα ευρήματα θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της στάσης Βενιζέλου. Έτσι, οι εργασίες στον σταθμό συνέχιζαν απρόσκοπτα, χωρίς να εμποδίζουν το χρονοδιάγραμμα και την παράδοση του έργου.
Πρόσφατα ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) τοποθετήθηκε στο ζήτημα. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι «θα συνεχίσει αταλάντευτα να υπερασπίζεται την πάγια θέση του για την κατά χώραν ανάδειξη του μνημειακού συνόλου στο Σταθμό “Βενιζέλου”, καθώς μόνο αυτή εξασφαλίζει την αυθεντικότητα των αρχαιοτήτων, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς». Στόχος του η ανάπλαση και ανάδειξη του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Συνεχίζει λέγοντας ότι «το ζήτημα αυτό (σ.σ. της απόσπασης των αρχαιοτήτων) έχει λήξει με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (24 Ιανουαρίου 2017) και τη συνακόλουθη έκδοση Υπουργικής Απόφασης, με την οποία επισφραγίστηκε η εξεύρεση τεχνικής λύσης για την απρόσκοπτη λειτουργία του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης στην καρδιά της βυζαντινής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης, που εξασφαλίζει και την κατασκευή του Σταθμού και την κατά χώραν ανάδειξη των μοναδικών, παγκόσμιας σημασίας μνημείων των πρώιμων βυζαντινών χρόνων στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, εντός του σταθμού».
«Θυμίζουμε ότι η Διοίκηση έχει συνέχεια και δεν είναι δυνατόν να τίθενται εν αμφιβόλω εγκεκριμένες αποφάσεις και μελέτες με κάθε κυβερνητική αλλαγή. Το να γυρίσουμε 4 χρόνια πίσω θα έχει ως αποτέλεσμα την, για ακόμη μια φορά, καθυστέρηση της ολοκλήρωσης του έργου, με ό,τι αυτό θα σημάνει για την πόλη, για το κόστος του έργου και, πάνω από όλα, για το σπουδαίο μνημειακό σύνολο στο Σταθμό της Βενιζέλου. Θα θέλαμε να θυμίσουμε, επίσης, ότι η συζήτηση αυτή ξεκινά από τους ίδιους κύκλους που την περίοδο 2012-2014 υποστήριζαν ότι “δεν υπάρχει τεχνική λύση” για την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων, ενώ και τεχνική λύση υπήρξε και έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται. Απορούμε για ποιο λόγο επαναφέρουν ένα θέμα στο οποίο διαψεύστηκαν οικτρά», υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΑ.
Το θέμα δεν αφορά μόνο τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς μας και την οικονομική διαφάνεια. Τα γλυπτά και τα κάθε είδους αρχαιολογικά ευρήματα έχουν τον χώρο τους. Αυτός ο χώρος τους ανήκει. Εκεί ζουν και αναπνέουν. Εκεί αναδεικνύουν την αίγλη και την αξία τους. Σε μια εποχή αμφισβήτησης καθετί παλιού, θα έχουμε την ευκαιρία να βιώνουμε σε πραγματικό χώρο μια αρχαία, αλλά ζωντανή εποχή. Θα περπατούμε μέσα σε ένα συγκλονιστικό γεωγραφικό παλίμψηστο. Ο αρχαίος οικισμός θα συνομιλήσει με το νέο. Η τοπική ιστορία εν δράσει. Το μετρό της Θεσσαλονίκης θα είναι το μοναδικό παγκοσμίως με αρχαιολογικούς χώρους. Εφόσον, λοιπόν, μπορούν να βρίσκονται τα αρχαιολογικά ευρήματα στην «πατρίδα» τους, ποιος ο λόγος να «εκπατριστούν»;
Εντέλει μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει η υπόθεση που ανακινείται άσκοπα και δόλια. Ίσως, και μερικά νεύρα στους Θεσσαλονικείς. Η πολιτεία πάντως, όπως φαίνεται, ευκαιρεί να ζητά την επανατοποθέτηση αρχαίων στην πατρίδα τους, την Αθήνα. Να δούμε, αν θα φτάσει η πρόνοια και η μέριμνα και σε (μικρότερης βέβαιας αξίας) ζητήματα της συμπρωτεύουσας. Ο κύριος Ζέρβας, ο νέος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, αν και παλαιότερα υποστήριξε την απόσπαση των αρχαιοτήτων, σήμερα κρατά μια περισσότερο ουδέτερη στάση. Η Αττικό Μετρό (μέσω του προέδρου της καθηγητή Γιάννη Μυλόπουλου) με την σειρά της δηλώνει τα εξής: «Σήμερα δεν έχουμε διλήμματα. Εγώ καταθέτω στοιχεία για το τι θα σήμαινε μια αλλαγή. Μια λύση απόσπασης και επανατοποθέτησης θα ήταν καταστροφική για το έργο, τη Θεσσαλονίκη και την οικονομία. Αν θέλουν κάποιοι να αυτοκτονήσουν θα αυτοκτονήσουν. Ελπίζω να μην θέλουν». Ο νυν βουλευτής Θεσσαλονίκης, κύριος Σιμόπουλος με διάθεση αδιαλλαξίας, στηρίζει, όπως και πρωτύτερα ως πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Έργων, την απόσπαση και επανατοποθέτηση των ευρημάτων. Τον τελευταίο λόγο, βέβαια, τον έχει η υπουργός Πολιτισμού, κυρία Μενδώνη, η οποία παλαιότερα τάχθηκε υπέρ της απόσπασης, αλλά πλέον φαίνεται μάλλον περισσότερο συζητήσιμη.
Πέρα από κάθε πολιτική, κομματική, μιντιακή αντιπαράθεση θα έπρεπε να συζητείται ή μάλλον, στη δική μας περίπτωση, να μη συζητείται το έργο. Αναμένουμε τις εξελίξεις…
Γεωργία Δημητριάδου