ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΗ

 

Κανείς δεν είναι τέλειος, κανείς δεν είναι άψογος, κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Άλλων τα λάθη, όμως, είναι πιο βαριά, κατακριτέα, καταπατούν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, διαταράσσουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση και διασαλεύουν την τάξη και την ασφάλεια. Είναι τα λάθη εκείνα που οδηγούν στη φυλακή και στην έκτιση ποινών αναλόγων των παραπτωμάτων που έχουν διαπραχθεί, τα λάθη εκείνα που στιγματίζουν και απομονώνουν οδηγώντας τον ένοχο σε ένα κελί όχι μόνο για να τιμωρηθεί αλλά και για να σωφρονιστεί ώστε να επανενταχθεί απρόσκοπτα στην κοινωνία και να επανέλθει στην προηγούμενη ζωή του, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, στο τέλος της ποινής του.

Για κάθε δράση όμως, υπάρχει και αντίδραση και ενώ η αντίδραση του νόμου στην κατακριτέα πράξη εξαντλείται στην καταδίκη και την επιβολή ποινής, η αντίδραση των ανθρώπων είναι πιο σκληρή, είτε πρόκειται για μέλη της κοινωνίας έξω από τη φυλακή, είτε πρόκειται για μέλη της κοινωνίας της φυλακής. Πολλές φορές οι άνθρωποι ακόμα και μετά το πέρας της διαδικασίας στις δικαστκές αίθουσες, αμφισβητούν την αποδοθείσα δικαιοσύνη καθώς ο όποιος κείμενος νόμος στα μάτια τους δεν είναι ικανός να αναστρέψει τα ήδη κακώς κείμενα, πόσω μάλλον να συναγωνιστεί τους ηθικούς νόμους που επιβάλλει μια κοινωνία μέσα από τους εσωτερικούς της μηχανισμούς και οι οποίοι στα μάτια των κοινωνών μοιάζουν απαράβατοι.

Όταν, λοιπόν, η απόφαση απαγγελθεί και η πόρτα του κελιού κλείσει, ξεκινά ένας άλλος κύκλος δικαιοσύνης, ένας κύκλος φαύλος στον οποίο πρωταγωνιστούν η θεία και η ανθρώπινη δικαιοσύνη και ανάμεσα σε αυτές το χάος. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη έχει, λοιπόν, αποδοθεί, ο ένοχος βρίσκεται πίσω από τα σιδερένια κάγκελα του κελιού του καλούμενος να τιμωρηθεί και να σωφρονιστεί ενώ η τελική του «κρίση», «μετάνοια», «λύτρωση», «εξιλέωση» ή όπως αλλιώς μπορεί να το περιγράψει κανείς, απόκειται στη θεία δίκη στο τέλος της επίγειας ζωής του. Και, ανάμεσα στα δύο αυτά κομβικά σημεία επικρατεί το χάος, επικρατεί το κενό, κάτι ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στο δίκαιο και τα άδικο και όλα αυτά ενώνονται και χωρίζονται με μια θολή γραμμή, ακαθόριστη, εγκαθιδρύοντας το «Νόμο της Φυλακής». Έναν νόμο που θέτει εαυτόν στην κορυφή της πυραμίδας, καταστρατηγώντας νόμους γραπτούς και άγραφους και καταλύοντας κάθε ανθρπώπινο δικαίωμα στον πυρήνα του. Έναν νόμο σκλήρο, που δεν αφήνει περιθώρια για αντίδραση, έναν νόμο απόλυτο και απαράβατο. Και το χειρότερο όλων, έναν νόμο που στον απόηχό του αφήνει σιωπή, μια σιωπή που αντικατοπτρίζει την αδυναμία μας να αντιληφθούμε αν το δίκαιο και το άδικο είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια σύντομη ματιά στα αστυνομικά δελτία και στις ενημερωτικές εκπομπές, όπου καθημερινά καταγράφονται περιστατικά αποτρόπαια, περιστατικά κακοποίησης και ωμής βίας, βασανιστηρίων και εξαθλίωσης, με αποκορύφωμα όλων δολοφονίες και κατ’ ευφημισμόν «αυτοκτονίες». Και όλα αυτά εκεί που υποτίθεται πρέπει – κατόπιν απονομής της δικαιοσύνης και ικανοποίησης του διασαλευθέντος κοινού περί δικαίου αισθήματος – να θεραπευτεί το άδικο και η παραβατικότητα ώστε να επανέλθει η κοινωνική ισορροπία. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το αντίθετο αφού το κακό γίνεται χειρότερο και το άδικο γίνεται τρόπος ζωής.

Όλα αυτά, βέβαια, οδηγούν στα καίρια ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας : θεωρούμε ότι πραγματώνουμε το δίκαιο και το σκοπό του ή εθελοτυφλούμε και εφησυχάζουμε γιατί η επίτευξή του είναι πολύ πιο δύσκολη και επώδυνη από όσο πιστεύεται ότι είναι; Είμαστε ικανοποιημένοι με τα δεδομένα αυτά ή επαναπαυόμαστε φοβούμενοι τις συνέπειες της πραγματικές συνέπειες της ουσιαστικής αναζήτησης και εφαρμογής του δικαίου; Και εν τέλει, ποιό δίκαιο θέλουμε; Ένα δίκαιο αδέκαστο, αντικειμενικό, αμερόληπτο, που δείχνει όλες τις ανοιχτές πληγές της κοινωνίας, όλη τη γύμνια της ή ένα δίκαιο επιφανειακό στην εφαρμογή του, που αποσκοπεί να καλύψει και όχι να επουλώσει τα τραύματα, προφυλάσσοντας το φαίνεσθαι και παραγκωνίζοντας το είναι;

Υ.Γ. Το παρόν δεν αποτελεί μανιφέστο υπέρ των αδικημένων μέσα και έξω από τη φυλακή, δεν υποδεικνύει μια ουτοπική κοινωνία, δεν είναι ένα ρομαντικό κείμενο ιδεών που προορισμός του είναι να γεμίσει δέκα γραμμές με όμορφα, επαναστατικά λόγια. Είναι μια έκκληση προς κοινωνική αφύπνιση. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο!

Έλενα Παπαιωάννου