Ο τελευταίος χορός της αρκούδα

Η λέξη παράδοση αποτελεί μια ομολογουμένως δίσημη έννοια. Από τη μια μεριά μπορεί να οριστεί ως ο,τιδήποτε έχει συναισθηματική αξία και κουβαλάει μέσα της όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν την εθνική, εν μέρει, ταυτότητα ενός έθνους. Από την άλλη, δίνει την εντύπωση μιας επαναλαμβανόμενης κατάστασης, η οποία κινδυνεύει να χαρακτηριστεί, επιεικώς, γραφική. Στη δεύτερη περίπτωση οι λόγοι για αυτήν τη λανθασμένη εντύπωση είναι διάφοροι. Αρχικά, φταίει η έλλειψη γνώσης από μεριάς όλων εκείνων που ζουν στη σημερινή εποχή, με αποτέλεσμα η ελλειπής πληροφόρηση να φέρνει την παράδοση στη σφαίρα του αγνωστικισμού.

Από την άλλη οφείλεται να συνυπολογίσει κανείς την αδιαφορία των περισσοτέρων προς αυτήν, καθώς οι παροντικοί ρυθμοί ζωής καθίστανται, σε πολλές των περιπτώσεων, ασύλληπτοι. Ως εκ τούτου δεν απομένει χρόνος, παρά μόνο κάποιες ελάχιστες στιγμές για ποιοτική διαχείριση του εαυτού μας. Ετσι, η παράδοση παραμένει ένα άπιαστο όνειρο ή μια ληθαργική ενασχόληση για το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος έρχονται να ανατρέψουν αυτή την εικόνα, η οποία κυριαρχεί στις μέρες μας. Οσοι κατάγονται από επαρχιωτικές, κυρίως, περιοχές, θα είχαν την ευχαρίστηση, έστω την εμπειρία, ενός πανηγυριού. Ενας τέτοιος θεσμός, ο οποίος συνεχίζει, αρκετά παραλλαγμένος, σε ορισμένες περιοχές, μέχρι και σήμερα, κρύβει μέσα του πολλά στοιχεία παράδοσης. Στο άκουσμα της λέξης πανηγύρι το μυαλό ανασύρει από τη μνήμη του διάφορες εικόνες και μυρωδιές. Ενα πλανώδιο τσίρκο, ένας περιπλανώμενος μάγος, μαλλί της γριάς, καραμελωμένα στραγάλια, παραδοσιακοί χοροί, τραγούδια και φορεσιές, παραστάσεις του Καραγκιόζη, άφθονα ψητά και κρασί, ζωντανή μουσική από κλαρίνα, συνήθως και ίσως και μερικοί από τους τελευταίους αρκουδιάρηδες, παλαιστές, μασίστες και εμπόρους παιδικών παιχνιδιών.

Το ερώτημα που ανακύπτει από όλα αυτά είναι το εξής. Για ποιο λόγο να αποτελούν παράδοση; Μια ενδεικτική απάντηση θα μπορούσε να είναι αυτή. Ολα όσα συνιστούν την ψυχή και την καρδιά ενός λαού, αποτυπώνονται μέσα σε διάφορα στοιχεία της καθημερινότητάς του, όπως ο τρόπος διασκέδασής του. Κατά άλλους, αυτά τα τεκμήρια, τα οποία αποτελούν το δαχτυλικό αποτύπωμα ενός λαού, αποτελούν και προσδιοριστικά στοιχεία του έθνους, στο οποίο αυτός εντάσσεται, πάντοτε στο πλαίσιο εθνικού προσδιορισμού και μακριά από εθνικιστικές ανακρίβειες και φανφάρες. Η επιστήμη της Λαογραφίας προσφέρει όλα όσα επιθυμεί κανείς να μάθει για αυτά που εντάσσονται στον προσωπικό του πολιτισμό, με απόλυτη ακρίβεια και σεβασμό απέναντι σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Από τη στιγμη που αφαιρείται ένα κομμάτι της παράδοσης ή ακόμη χειρότερα, όταν ένα σημείο αυτής παρερμηνεύεται και οδηγεί σε ρήξη της αλυσίδας του πολιτισμού, καθώς υπάρχει μια συνέχεια μέσα στο πολιτισμικό γίγνεσθαι και το είναι, άσχετα από τη συνεχή σχηματοποίηση της μορφής του, το πράγμα παίρνει άσχημη τροπή. 

Η απόφαση του πανεπιστήμιου του Πρίνστον να καταργήσει το τμήμα κλασικών σπουδών του αποτελεί μιαν τέτοια μορφή βίαιης απομάκρυνσης των πολιτισμικών δεσμών. Η δικαιολογία ήταν, αυτήν τη φορά, το γεγονός ότι τα κλασικά γράμματα, Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, προέκριναν ρατσιστικές αντιλήψεις και συνεχίζουν να το κάνουν αυτό μέχρι και σήμερα. Οταν μελετάει κανείς οποιοδήποτε κείμενο μέσα στη διαχρονία του, μόνο τότε δύναται να το κατανοήσει πλήρως, σε συνδυαμό βέβαια με την ορθή γνώση των ιστορικών και κοινονιωλογικών δεδομένων κάθε εποχής. Εάν κανείς επικεντρώνεται αποκλειστικά στη συγχρονία των κειμένων, τότε το νόημά τους θα παραμείνει σκοτεινό και ακατανόητο για όλους. Σε κάποιες περιπτώσεις θα μεταφέρεται το λανθασμένο νόημα μέσα στην κοινωνία και θα απαιτείται η εξαφάνισή του από τη μνήμη. Σε οποιαδήποτε περίπτωση επιβάλλεται προσεκτική μελέτη των βιβλίων, ώστε να αποδειχτεί και να κατανοηθεί πλήρως το περιεχόμενό τους.

 Μόνο στην περίπτωση που είναι φανερή η πρόθεση του συγγραφέα να προσηλυτίσει το κοινό του υπέρ μιας ανόητης ιδέας, τότε και μόνο τότε κρίνεται επιτακτική η απομάκρυνση του γραπτού από την ανθρώπινη μνήμη. Ενα πολύ καλό παράδειγμα αποτελεί το βδέλυγμα του Χίτλερ Ο αγών μου, το οποίο, άσχετα από το περιεχόμενό του, επανεκδίδεται μέχρι σήμερα και εντοπίζεται σε αρκετές βιβλιοθήκες πολιτικών επιστημόνων, μα και απλών ανθρώπων. Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η βιβλιογραφική δημοκρατία ορίζει τη συνύπαρξη όλων των βιβλίων, παντός θέματος. Η κοινή λογική ορίζει την καταδίκη ενός τέτοιου εξαμβλώματος στη λησμονιά, μέσω της απομόνωσης από το υπόλοιπο υγιές γραπτό σύνολο.

Το να καταργήσει κανείς ένα τμήμα, το οποίο προάγει τον πολιτισμό μέσω της μελέτης μιας συγκεκριμένης ομάδας κειμένων της αρχαιότητας, μόνο ως κακόγουστο αστείο δύναται να εκληφθεί. Σε διαφορετική περίπτωση θα ένιωθε κάποιος σαν να του ξερίζωναν ένα κομμάτι από το σώμα του. Διότι μόνο έτσι μπορούμε να δούμε αυτά τα γραπτά, ως ζωντάνά μέλη, τα οποία διαθέτουν νευρικό σύστημα και αισθήματα. Τόσο η αρχαιοελληνική, όσο και η λατινική γραμματεία, μας πληροφορούν για τις εξελίξεις αρκετών αιώνων επί παντός επιστητού. Εννοείται ότι δεν πρέπει να σπεύσουμε να αγιοποιήσουμε τα πάντα που έχουν γραφτεί σε αυτό το πλαίσιο. Δεν οφείλουμε σε καμμίαν περίπτωση να δηλώνουμε τυφλή υποταγή στις επιταγές όλων όσα γράφτηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια, μόνο και μόνο επειδή η παλαιότητά τους υποτίθεται ότι εξυψώνει το κύρος τους (ο γράφων, συμπτωματικά, είναι κλασικός φιλόλογος). Μόνο μέσω της προσεκτικής έρευνας είναι δυνατόν να αποκρυπτογραφηθεί το πραγματικό νόημά τους και να αναγνωριστεί η αξία τους. Μόνο τότε τα διδάγματά τους θα αξιοποιηθούν στο έπακρο και θα έχουν πάντοτε κάτι να μας πουν για την κοινωνίας μας, για όλες τις πτυχές της, δίχως φόβο και άγχος.

 Ισως το γεγονός ότι τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά αποτέλεσαν γλώσσες, οι οποίες κυριάρχησαν στο διοικητικό, τον πολιτικό και το θρησκευτικό τομέα, να τις μετέβαλε, στη συνείδηση κάποιων ανθρώπων, σε κάτι το εκλεκτικό. Ομως οι εκπαιδευτικές ανισότητες, μέχρι σήμερα, καθώς και η περιπλάνηση αυτών των δύο κλασικών γλωσσών στα σαλόνια της αριστοκρατίας και στα εκκλησιαστικά ιδρύματα δεν θα έπρεπε να μας ωθούν να βιώσουμε μια διανοητικήν αδικία. Μια κοινωνία χτίζεται επάνω στο πνεύμα που τη διαπνέει τη δεδομένη χρονική περίοδο, με γνώμονα το συμφέρον των ολίγων και τις διαθέσεις των πολλών. Μέσα από αυτές τις ιστορικές μαρτυρίες είναι δυνατόν κανείς να μάθει από τα λάθη του, να φτιάξει το παρόν του και ίσως να προβλέψει το μέλλον. Οι αδυναμίες κάποιων συγγραφέων να αποτυπώσουν την κοινωνία όπως ακριβώς είναι και η προτίμησή τους πάνω σε κάτι το ιδανικό δεν θα έπρεπε να μας αποτρέπουν από το να διαβάζουμε και να μελετάμε αδιάκοπα όλες τις όψεις του νομίσματος, γιατί αυτό, ανάλογα με την εποχή στην οποία εντάσσεται, λαμβάνει διαφορετική αξία. Αναρωτιέται κανείς πόσο προδότη θα θεωρούσαν οι Βυζαντινοί τον ιστοριογράφο Μιχαήλ Κριτόβουλο, έναν από τους λεγόμενους ιστορικούς της Αλώσεως, (οι άλλοι ήταν ο Μιχαήλ Δούκας, ο Γεώργιος Σφραντζής και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης), ο οποίος περιγράφει τα γενονότα από τη σκοπιά των Οθωμανών Τούρκων. Πόσο ψυχωφελές θα μπορούσε να νιώσει κανείς το εγχειρίδιο του Αριστοτελη Πολιτικά, όταν σε ένα σημείο του γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αρετές, οι οποίες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε αυτές, οι οποίες ταιριάζουν σε δούλους; Ο φανατισμός τυφλώνει το μυαλό του ανθρώπου. Ας έχουμε πάντοτε ανοικτές τις αισθήσεις μας και την καρδιά μας και ας βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό, προτού να μιλήσουμε, καθώς η αρκούδα δεν χόρεψε ακόμη τον τελευταίο της χορό.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός