Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου, να αδειάζω τις ντουλάπες μου, να γεμίζω τις βαλίτσες μου και τις άδειες κούτες που βρίσκονται στη μέση του δωματίου εδώ και μέρες, περιμένοντας καρτερικά μπορώ να πω, να γεμίσουν. Δεν έβρισκα τη δύναμη, για να μην πω το κουράγιο,να τις κλείσω,να τις σφραγίσω. Τις προσπερνούσα αποφεύγοντας να τις κοιτάζω γιατί κάθε φορά που το έκανα τα μάτια μου γίνονταν υγρά και ασταθή.
Οι εικόνες έρχονταν με τρομερή ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου αφήνοντάς με για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη στο δωμάτιο. Δεν έπαιρνα μυρωδιά το πότε το υγρό στα μάτια μου γινόταν ποτάμι και θύελλα. Περνούσαν οι ώρες και γω εκεί, κάτω στο πάτωμα να μαζεύω τα κομμάτια του παζλ για να κλείσει εντελώς ο κύκλος που πριν αρκετά χρόνια άνοιξε. Ομολογώ πως προσπάθησα πολύ μέχρι να αποφασίσω να τον κλείσω.
Κάθε φορά λοιπόν που ξεκλείδωνα την πόρτα εδώ και ένα μήνα περίπου ένιωθα την καρδιά μου να επεξεργάζεται κάθε γωνιά του σπιτιού σαν να ήταν κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό, κάτι τόσο σημαντικό, κάτι που δεν είχα προσέξει, κάτι που τελικά είχε τόση αξία. Ακόμα και το ξεσκόνισμα μου φαινόταν ως κάτι μη φυσιολογικό. Αλλά αυτή η ώρα του ξεσκονίσματος ήταν νομίζω η πιο οδυνηρή, επειδή τα μάτια μου βούρκωναν συχνότερα (φυσικά,δεν ήταν από την σκόνη). Read more