” Τα βλέμματά τους σιγά σιγά αντάμωσαν, με τα κεφάλια τους να ρίχνουν στην άκρη τα δεσμά της ντροπής. Το θάρρος ελάφρυνε τους αυχένες τους. Ενα μειδίαμα αχνοέφεγγε στα χείλη και των δύο, γεμάτα ειλικρίνεια και βραχείες μελλοντικές υποσχέσεις. Δεν υπήρχε καμιά απόσταση μεταξύ τους, παρά μόνο το κενό της πραγματικότητας, το οποίο, τη δεδομένη στιγμή, δεν διέκοπτε την επικοινωνία των δύο σωμάτων. Τα χέρια τους ήταν σπινθήρες, τα οποία ενωμένα φλόγιζαν τις ερωτευμένες τους ψυχές. Κάποια στιγμή το νεαρό αγόρι αγόρασε ένα λουλούδι και το πρόσφερε στο κορίτσι του. Είχε μείνει άναυδη από την απλή, μα τόσο ουσιαστική χειρονομία. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και του πρόσφερε το νέκταρ της ζωής της με ένα φιλί, τίποτα άλλο. Παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης, σε ώρα αιχμής, όλα γύρω τους είχαν αδρανήσει. Ενα προστατευτικό κάλυμμα τους πρόσφερε την πολυπόθητη ησυχία τους. Ο κόσμος σώπαινε, για να μπορούν αυτοί να ακούσουν και να χαρούν τον έρωτά τους!” Read more