Η μεγάλη μορφή του ελληνικού γνήσιου λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού που άφησε φεύγοντας, τεράστια μουσική κληρονομία, ανεξίτηλες μελωδίες με την χαρακτηριστική χροιά της και μία πολυτάραχη ζωή για να έχουμε εμείς σήμερα να διηγηθούμε.
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωρίο κοντά στην Χαλκίδα ονόματι Δροσιά, τον Αύγουστο του 1921 και η ζωή της ξεκινά δύσκολα μέσα από μία μικρή οικογένεια χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές δυνατότητες για τις σπουδές της μικρής Σωτηρίας. Ήταν η μικρότερη από τα τέσσερα αδέρφια και είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Εξαιτίας αυτού, από μικρή ταυτίστηκε με τη βυζαντινή μουσική και τους εκκλησιαστικούς ήχους.
Στα παιδικά και εφηβικά χρόνια της ερχόταν πολύ συχνά σε σύγκρουση με τους γονείς της, και βλέποντας μία ταινία με την Σοφία Βέμπο δηλώνει στην οικογένειά της πως θα γίνει τραγουδίστρια. Οι αναμενόμενες οικογενειακές συγκρούσεις συνεχίζονται όταν η Σωτηρία παντρεύεται σε πολύ μικρή ηλικία τον εφηβικό της έρωτα, έναν ελεγκτή λεωφορείων. Ένας γάμος που κατέληξε να την καταδικάσει σε τρία χρόνια φυλάκισης όταν σε έναν από τους ξυλοδαρμούς της από τον μέθυσο σύζυγό της, του έριξε στο πρόσωπο βιτριόλι. Τελικά, η ποινή της μειώθηκε στους τέσσερις μήνες.
(Σε νυχτερινό κέντρο με τον Στράτο Παγιουμτζή)
Θέλοντας να απομακρυνθεί από όλους, παραμένει μόνιμα στην Αθήνα, κόβοντας το σχοινί κάθε επικοινωνίας με την Χαλκίδα και ενώ οι ελπίδες της για καριέρα πάνω στην σπάνια φωνή της δυναμώνουν, η ελπίδα της αυτή πέφτει στην έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940. Στην Αθήνα της κατοχής, η Σωτηρία Μπέλλου, οργανώνεται στο ΕΑΜ. Η επαναστατικότητα του χαρακτήρα της γνωρίζει διέξοδο στις ιδέες του αντάρτικου της εποχής. Το 1943 θα συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Καισαριανή και στα χρόνια που ακολουθούν η μεγαλύτερη ρεμπέτικη θηλυκή φωνή που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά εδάφη, αιχμαλωτίζεται, βασανίζεται και φυλακίζεται στο όνομα των εδαφών αυτών μέχρι το τέλος του πολέμου το 1947 όπου και απελευθερώνεται.
(Με τους Τσιτσάνη, Τουρκάκη, Κερομύτη, Περιστέρη και Κασιμάτη, Αθήνα 1948)
Μέτα από τα βασανιστήρια που υπέστη, το μόνο που σκέφτεται είναι να βρει επιτέλους τον τρόπο να ζήσει το όνειρό της , ακόμα και πάνω στα απομεινάρια της ταλαιπωρημένης Ελλάδας. Και τον βρίσκει, ξεκινά ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε και του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Η ζωή θα συνεχίζει όμως να της φέρεται σκληρά για αρκετά χρόνια ακόμη. Το 1948 και ενώ τραγουδούσε ακόμα στο ίδιο κέντρο, μία ομάδα κακοποιών εισέρχονται στον χώρο εν ώρα λειτουργίας του προγράμματός της και την ξυλοκοπούν άγρια, κατηγορώντας της για τις κομμουνιστικές της απόψεις και αποκαλώντας της “Βουλγάρα”-χαρακτηρισμός της εποχής για τις κομμουνιστικές ιδέες-. Οι μουσικοί της ομάδας της στέκονται ακούνητοι στις καρέκλες τους, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν αυτό που συνέβη. Η σκληρή καρδιά της αναρρώνει σύντομα για ακόμα μία φορά και η Σωτηρία Μπέλλου επιστρέφει για να κατακτήσει ολοκληρωτικά αυτή τη φορά τον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού.
(Με το Βασίλη Τσιτσάνη στο “Χάραμα”, το 1974)
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον Βασίλη Τσιτσάνη (“Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Τα Καβουράκια”, “Όταν πίνεις στην ταβέρνα”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”) την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 – 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Η καριέρα της γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθιση αυτή τη περίοδο, ωστόσο μέσα από την κούραση της νύχτας, έρχεται μια μικρή κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ανακάμπτει από το 1966 όπου κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος και ο Δήμος Μούτσης που της χάρισε την επιτυχία “Δεν λες κουβέντα“. Παράλληλα, ξανά τραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Κάπου εδώ η Σωτηρία Μπέλλου ανακαλύπτει την δεύτερη μεγαλύτερη αγάπη της μετά το τραγούδι, τον τζόγο. Σε συνδυασμό με το αλκοόλ και τις κατά καιρούς διάφορες κρίσεις κατάθλιψης, το μεγάλο της όνομα “λερώνεται” στις φυλλάδες των περιπτέρων από τις καταχρήσεις της. Απόρροια των πράξεων της ήταν ο “αφορισμός” από τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι ξεπουλώντας τους μέσα σε μία ώρα όπως είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις της.
(Με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στράτο Παγιουμτζή, Αθήνα 1959)
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα και έχασε ολοκληρωτικά τη φωνή της το 1997. Κατά την νοσηλεία της στο νοσοκομείο το 1994 έδωσε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις, στον Νίκο Κακαουνάκη δηλώνοντας πόσο πολύ την πίκραναν οι δικοί της άνθρωποι και πόσο λυπάται που ξεχάστηκε “εν μία νυκτί” από όλο τον κόσμο.
Δύο ημέρες πριν τα 76α γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου του 1997 αφήνει την τελευταία της πνοή στον νοσοκομείο Μεταξά του Πειραιά.
Η τελευταία ρεμπέτισσα του ελληνικού τραγουδιού μπορεί να “έφυγε” πικραμένη από την τροπή των πραγμάτων στην πολυτάραχη ζωή της, αναμφίβολα όμως 20 χρόνια μετά ούτε έχει ξεχαστεί ούτε πρόκειται να ξεχαστεί η σπάνια αυτή φωνή και μορφή που με κάθε τρόπο τίμησε την χώρα μας σαν αληθινός στρατιώτης.
Β.Κ.