Το ζήτημα της επίδειξης του σωστού συναισθήματος ανάλογα με τις περιστάσεις είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ή πρέπει να απασχολεί όλους τους ανθρώπους. Όλοι κάποιες στιγμές αναρωτήθηκαν ή ώφειλαν να αναρωτηθούν αν αντέδρασαν σε κάποιο ερέθισμα με το κατάλληλο συναίσθημα, την ανάλογη λ.χ. οργή, αγανάκτηση, σεβασμό ή ευγνωμοσύνη. Πάνω σε αυτό το θέμα, ο Αριστοτέλης είχε γράψει στα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι «το να αισθανόμαστε τα σωστά συναισθήματα όταν πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει είναι το μέσο και το άριστο, το οποίο είναι χαρακτηριστικό της αρετής». Τόση ήταν η σημασία που του απέδιδε.
Το να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θεωρητικά και χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες συνθήκες και περιστατικά είναι βέβαια αδύνατον, δυνατή είναι όμως μια γενική παρατήρηση: η δημιουργία συναισθημάτων προϋποθέτει ότι το αντικείμενο του συναισθήματος είναι σημαντικό για τον φορέα του συναισθήματος. Αντίθετα, όταν το αντικείμενο αυτό δεν είναι σημαντικό για τον φορέα, τότε δεν του δημιουργούνται συναισθήματα. Τελικά, όσο πιο σημαντικό θεωρείται από τον φορέα του συναισθήματος το αντικείμενο του συναισθήματος, είτε αυτό είναι η έκβαση μιας υπόθεσης είτε ένα πρόσωπο είτε ένα πράγμα είτε ένα τυχαίο γεγονός, τόσο πιο έντονα συναισθήματα του γεννά.
Από το παραπάνω συμπέρασμα συνάγεται περαιτέρω ότι η ένταση των συναισθημάτων εξαρτάται από τον τρόπο θεώρησης της ζωής από τους ανθρώπους. Έτσι διαμορφώνονται δύο θεωρητικοί ακραίοι τρόποι κοσμοαντίληψης, που έχουν αντίθετα αποτελέσματα στον τομέα των συναισθημάτων. Από τη μία, εκείνος που κοιτάζει την ζωή από την υποκειμενική του οπτική γωνία είναι και αυτός που βιώνει τα πιο έντονα συναισθήματα, είτε θετικά είτε αρνητικά, αφού αποδίδει στα αντικείμενα των συναισθημάτων του ύψιστη σημασία απλώς και μόνον επειδή είναι σημαντικά για την δική του ζωή. Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου δένεται συναισθηματικά με ορισμένες υποθέσεις, πρόσωπα ή πράγματα, αφού το γεγονός ότι είναι σημαντικά για τον ίδιο τού αρκεί για να τα θεωρεί γενικώς σημαντικά και αγνοεί ή λησμονεί την αντικειμενική ασημαντότητά τους και ασημαντότητα του ίδιου. Και η ασημαντότητα αυτή είναι αντικειμενική γιατί, εφόσον ο κόσμος μας είναι άπειρος, τίποτα σε αυτόν δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά σημαντικό. Έτσι, ο θεωρών τη ζωή υποκειμενικά είναι ο πολιτικός μηχανικός που θα ξετρελαθεί όταν χτίσει μια όμορφη πολυκατοικία, η μητέρα που θα πετάει στον έβδομο ουρανό όταν φέρει στον κόσμο το παιδί της, ο νεαρός που θα απογοητευτεί επειδή έχασε ένα οικογενειακό κειμήλιο τριών αιώνων και ο άνθρωπος που θα τρομοκρατηθεί όταν δει μια πυρκαγιά να καίει το κοντινό στην οικία του δάσος. Οι παραπάνω άνθρωποι βλέπουν την πολυκατοικία, το παιδί, το οικογενειακό κειμήλιο και την οικία ως ιδιαίτερα σημαντικά αντικείμενα, αφού αρκούνται στο γεγονός ότι είναι σημαντικά για τους ίδιους.
Ο Σοπενχάουερ γράφει για τον τύπο αυτό του ανθρώπου στο «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση» το καυστικό σχόλιο ότι «ο άνθρωπος, ο πλανημένος απ’ την φρεναπάτη της ατομικής του ζωής, ο δούλος του εγωισμού του, δεν βλέπει απ’ τα πράγματα παρά μονάχα ό,τι τον αφορά προσωπικά κι όλο αντλεί απ’ αυτά νέες αφορμές για να ερεθίζει τους πόθους του και να θέλει.»
Από την άλλη, εκείνος που κοιτάζει την ζωή από αντικειμενική οπτική γωνία είναι και αυτός που δε βιώνει καθόλου συναισθήματα, ούτε θετικά ούτε αρνητικά, αφού δεν αποδίδει καμία σημασία στα αντικείμενα των συναισθημάτων του γιατί τίποτα δεν βρίσκει αντικειμενικά σημαντικό μέσα στην απειρότητα του κόσμου. Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου δεν δένεται συναισθηματικά με υποθέσεις, πρόσωπα ή πράγματα, αφού το γεγονός ότι είναι σημαντικά για τον ίδιο δεν του αρκεί για να τα θεωρεί γενικώς σημαντικά διότι έχει γνώση, συνείδηση της αντικειμενικής ασημαντότητάς τους και ασημαντότητάς του. Και, για να το επαναλάβω, η ασημαντότητα αυτή είναι αντικειμενική γιατί, εφόσον ο κόσμος μας είναι άπειρος, τίποτα σε αυτόν δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά σημαντικό. Έτσι, ο θεωρών τη ζωή αντικειμενικά είναι ο πολιτικός μηχανικός που θα παραμείνει απαθής όταν χτίσει μια όμορφη πολυκατοικία, η μητέρα που θα παραμείνει ατάραχη όταν φέρει στον κόσμο το παιδί της, ο νεαρός που θα παραμείνει ήρεμος αφότου έχασε ένα οικογενειακό κειμήλιο τριών αιώνων και ο άνθρωπος που θα διατηρήσει την ηρεμία του όταν δει μια πυρκαγιά να καίει το κοντινό στην οικία του δάσος. Οι παραπάνω άνθρωποι δεν βλέπουν την πολυκατοικία, το παιδί, το οικογενειακό κειμήλιο και την οικία ως σημαντικά αντικείμενα, αφού στον κόσμο χτίζονται κάθε χρόνο χιλιάδες καλαίσθητες πολυκατοικίες, γεννιούνται εκατομμύρια μωρά, υπάρχουν πάμπολλα κειμήλια με ακόμη μεγαλύτερη αξία και καίγονται εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα δασών.
Ο Σοπενχάουερ αποθεώνει τον τύπο αυτό του ανθρώπου στο «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση» γράφοντας ότι «εκείνος που κατορθώνει να εισχωρήσει μέσα στην ουσία των πραγμάτων, όπως είναι αυτά καθαυτά, εκείνος που μπορεί και συλλαμβάνει το σύνολο, φτάνει τέλος σε ένα σημείο που όλοι οι πόθοι του έχουν καταλαγιάσει και μαζί μ’ αυτούς κάθε του θέληση.»
Τελικά, δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να υποδείξω ποιος από τους δύο τρόπους θεώρησης της ζωής ή ποιος συνδυασμός τους είναι ο καλύτερος ή ο ανώτερος ή ο πιο ηθικός. Αυτό που ήθελα να φανεί είναι ότι η συναισθηματική κατάσταση κάθε ανθρώπου εξαρτάται από το πόσο προσεγγίζει σε ή απομακρύνεται από καθέναν εκ των δύο ως άνω τρόπων σκέψεως.
Ιωάννης Δ. Κονομόδης
Ασκούμενος Δικηγόρος