Κοιτώντας τα αστέρια

Η παραμονή μου στην πρωτεύουσα για άλλη μια φορά ήταν κουραστική. Ο δρόμος της επιστροφής από την αγχώδη πόλη, έφτανε στο τέλος της επιτέλους. Αναζητούσα λίγη ηρεμία μέσα στο καράβι που θα με μετέφερε στο νησί αλλά και στο ραδιόφωνο ψάχνοντας έναν έναν τους σταθμούς. Ανέβηκα στο πιο ψηλό μέρος του πλοίου όπου υπήρχαν ελάχιστα φώτα και εκείνο που έψαχνα ήταν εκεί μπροστά μου.  Άφησα την τσάντα μου στην άδεια θέση δίπλα μου, ξέμπλεξα τα ακουστικά μου και βρήκα στο κινητό τον αγαπημένο μου σταθμό. Συντονισμένοι στους 99,2

Το βλέμμα μου, ασυναίσθητα, σηκώθηκε ψηλά στα αστέρια που φώτιζαν τον νυχτερινό ουρανό. Το τραγούδι που ηχούσε στα αυτιά μου ήταν του Νικόλα Άσιμου με την τόσο συναισθηματική φωνή του Βασίλη Παπακωσταντίνου.  Οι στίχοι του έφεραν πέντε χρόνια μετά συγκρατημένα δάκρυα στα μάτια μου.

Η φράση «Ρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω» ξύπνησε μέσα μου αυτή την ανάμνηση της είδησης, ένα μεσημέρι του Αυγούστου “πως μας άφησες για το τελευταίο σου ταξίδι”. Τα κλάματα της κολλητής μου στο τηλέφωνο έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου όταν μου ανακοίνωνε, πως το χαμόγελο που χάριζες σε όλους μας….  έσβησε μέσα στη θάλασσα που τόσο αγαπούσες.

stars

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μέρα που θα σε αποχαιρετούσαμε.  Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και λυπημένος. Μας χάρισε τα δάκρυα του. Μέχρι να φτάσω εκεί η ψυχή μου, τα ρούχα μου ήταν μούσκεμα.  Η καρδιά μου είχε από ώρα σταματήσει να χτυπά, αλλά μόλις σε είδα ανέκφραστο, να κοιμάσαι νόμιζα δε θα ξαναχτυπήσει.

Σε μια γωνιά δίπλα σου, ο κολλητός σου αδυνατούσε να πιστέψει ότι δεν θα του μιλήσει ξανά, δεν θα γελάσει με τη μ… του, δεν θα τον συμβουλέψει για τις επιλογές του, δεν θα τρέξει να τον μαζεψει από τα μεθύσια του -για εκείνη την κοπέλα- , δεν θα τον συνεφέρει όταν φέρεται άδικα.

~Σαν στήλη άλατος τον κοιτούσα, αδυνατώντας  να κάνω κάτι…
~Δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να απαλύνω τον πόνο όλων μας.

Άραγε η ψυχή σου έβλεπε τους συμμαθητές και φίλους σου που  ήμασταν εκεί;
Για να μοιραστούμε τον πόνο μας με τους δικούς σου;
Θα ήσουν χαρούμενος που θα μας συναντούσες ξανά όλους;
Προσπαθούσες να ξυπνήσεις για να μας πεις ότι είσαι καλά και ότι γνώριζες καλά πόσο σ’αγαπούσαμε;

Κάποιοι σε γνώριζαν από μικρό παιδάκι, κάποιοι σε έμαθαν μεγαλώνοντας- ανάμεσα σε εκείνους και εγώ. Βρέθηκα μαζί σου στην ίδια τάξη. Ήσουν τόσο γλυκός, καλός, όμορφος σαν άγγελος. Πάντα ζεστός με όλους μας, μας έκανες  να συνυπάρχουμε χωρίς κόντρες  και ασήμαντες διαφωνίες.

Μια φράση τριγύριζε στις σκέψεις μου σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου «Δεν πρόλαβα». Δεν πρόλαβα  να  σου πω πόσο σε συμπαθούσα, πόση αδυναμία σου είχα, πόσο ήθελα να ήμουν στην ίδια παρέα μαζί σου, να μαθαίνω τα νέα σου. Ήθελα τόσο πολύ να ξέρεις…

Ο καιρός περνούσε, οι φίλοι σου  έγραφαν τραγούδια  με τα πιο όμορφα στιχάκια. Σου έγραφαν γράμματα, σου άφηναν  τα πιο προσωπικά τους αντικείμενα για να σε συντροφεύουν.

Σου είχα γράψει γράμμα κρυφά από όλους. Σου έλεγα πως νιώθαμε, τι ένιωθα, τι μπορούσα να κάνω και τι όχι. Ακόμα βρίσκεται μέσα σε ένα βιβλίο που εξιστορεί ο Πλάτωνας την Αθανασία της Ψυχής, η οποία αν ίσχυε …Τότε ναι, ήταν εφικτό να άκουγες. Είσαι παρέα με τον αγαπημένο μου ξαδερφούλη και την γιαγιά μου, τους είχα ζητήσει να σε προσέχουν.

Κάθε φορά που γύριζα στο νησί περνούσα να σου αφήσω λουλούδια -στο αγαπημένο μου χρώμα- και άκουγα τα τραγούδια που μιλούσαν για σένα, για να μην τολμήσω να σε ξεχάσω! Παρακαλούσα να έρθεις στον πιο βαθύ λήθαργο μου για να σου μιλήσω, να προλάβω να σου πω πως τελικά μου έλειπες.

Τώρα  οι σπουδές μου τελείωσαν, επέστρεψα… Η απουσία σου εμφανής και δυσάρεστη. Μας στοίχησε η «φυγή» σου.. Αναρωτιέμαι τώρα καθισμένη στο σκοτάδι του πλοίου κοιτώντας την θάλασσα, αν κάπου εκεί πανω νιώθεις  χαρούμενος  με όσα έχουμε πετύχει ή απογοητεύεσαι όταν  στην σκέψη σου όλοι βουρκώνουμε; Έρχεσαι στα όνειρά των φίλων σου να τους μιλάς και να τους μαλώνεις για τα χάλια τους;  Να τους ευχαριστείς για τα στιχάκια που σου χάρισαν;

Δεν ξέρω πως να σταματήσω τις σκέψεις μου που ξεχύνονται στον ορίζοντα. Θέλω τόσο να φτάσουν εκεί που είσαι και ας πνίγονται  από το παράπονο μου. Το τραγούδι στο ραδιόφωνο  έφτανε  στο τέλος του  καθώς η καρδιά μου σε ρώταγε αν ήξερες την βαθιά εκτίμηση που σου είχα.

Έτρεξα στο δωμάτιο μου, άνοιξα το ζεστό νερό στο μικρό μπάνιο και  αφήσα  τα υγρά μου μάτια να τρέξουν ασυγκράτητα πια.  Ένας μόνο στίχος τριγύριζε σαν σβούρα στο κεφάλι μου όπως και κάθε Αύγουστο όταν κοιτάω τη θάλασσα: «Και  εγώ θα κάθομαι θα είμαι εκεί, εκεί που μ’άφησες γύρω σιωπή και θα σου γράφω λόγια απ’την καρδιά  και θα στα δίνω καράβια χάρτινα…» Δ.Γ.

~για τον Μιχαλάκη

Μαριαλένα  Βιλλιώτη