Ήταν μερικά χρόνια πριν, ένα πρωινό. Πηγαίναμε προς Περαία για καφέ στην παραλία. Πρώτα κάναμε μια στάση στο παιδικό χωριό SOS στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης για να αφήσουμε κάποια ρούχα και παιχνίδια για τα παιδιά που φιλοξενούνται εκεί.
Αφού παραδώσαμε τα πράγματα στον υπεύθυνο κάναμε μια βόλτα στον χώρο. Σε 29 στρέμματα απλώνονται οι εγκαταστάσεις που αποτελούνται από 10 σπίτια οικογενειών και φιλοξενούν 60 παιδιά.
Καθώς περπατούσαμε και παρατηρούσαμε γύρω μας το μέρος που διαβιούν κακοποιημένα παιδάκια, ένα μικρό πιτσιρίκι ήρθε και έπιασε το χέρι του φίλου μου. «Τι κάνεις;» , τον ρώτησε και τα παιδικά του μάτια έλαμπαν από χαρά. Πήγαμε μαζί ως το γήπεδο του μπάσκετ. Μας έδειξε από μακριά το σπίτι που έμενε, τη «μαμά» που τους πρόσεχε και κάποια από τα παιδάκια που ζούσαν μαζί. Έκανε συνεχώς ερωτήσεις.
Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Άνοιξα την τσάντα μου κι άρχισα να ψάχνω. Με κοίταξε με τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια και με ένα βλέμμα γεμάτο προσμονή και απορία αναρωτήθηκε φωναχτά , «Τι μου έφερες;;»…
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε μας άφησε παρακαλώντας να μείνουμε λίγο ακόμα.
Αυτό το βλέμμα το γεμάτο ανυπομονησία κι εκείνη η ερώτηση «Τι μου έφερες;;», θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη μου. Περίμενε από μένα, από εμάς κάτι , μικρό ή μεγάλο δεν ξέρω, που θα την έκανε να νιώσει καλύτερα.
Πόσο θα ήθελα να είχα αυτό το κάτι. Να έβγαζα από την τσάντα μου έστω ένα γλειφιτζούρι, μια σοκολάτα για να τη δω να χαμογελά επειδή κάποιος τη σκέφτηκε.
Τόσο απλά μας άπλωσε το χέρι.. έτσι απλά, χωρίς ερωτηματικά πρέπει να προσφέρουμε αγάπη και χαμόγελα, όχι μόνο στα παιδάκια που το έχουν ανάγκη, μα και σε κάθε συνάνθρωπό μας.
A.Γ