Μέσα στην ανθυγιεινή ησυχία και την αφόρητη δυσοσμία μιας (κοινωνικής) χωματερής, ζουν και βασιλεύουν τα πιο άθλια υποκείμενα, οι πιο σάπιες και διεφθαρμένες σκέψεις και συμπεριφορές. Με μια λέξη, βράζει και ζέχνει η βία με τα πολλά της πρόσωπα και τους περίτεχνους χειρισμούς. Κι εκεί, στην αποπνικτική για πολλούς ησυχία της καθημερινότητας, ακούστηκε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή. Η φωνή αυτή ήρθε αποφασισμένη να ταράξει τα ήσυχα νερά, να ξεπλύνει και να παρασύρει τη βρωμιά μακριά, σαν κύμα. Ήταν το πρώτο κύμα της παλίρροιας που θα ακολουθούσε αμέσως μετά.
Ωστόσο, πριν απο αυτό, κι άλλα κύματα πάφλασαν και τράνταξαν τον τόπο, μα, δυστυχώς, καμιά ακτή δεν τα υποδέχτηκε, κανένα αυτί δεν ήταν εκεί να τα ακούσει. Βρήκαν αδιαπέραστα τείχη και γύρισαν πίσω και βυθίστηκαν, γιατί τέτοια τείχη, υψωμένα απο το “φαίνεσθαι” των ανθρώπων, είναι αδιάβρωτα και ανθεκτικότερα απο το οικοδόμημα του “είναι”.
Οι καιροί όμως φαίνεται πως ωρίμασαν, ανάβοντας τη σπίθα της ελπίδας πως ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Η φωνή της Σοφίας Μπεκατώρου βρήκε αυτιά να την ακούσουν και κατάφερε να ξεχυθεί και να ξεπεράσει τα τείχη. Άνοιξε το δρόμο, ώστε να ακουστούν και άλλες φωνές. Πολλοί άνθρωποι βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν δημόσια για τις πληγές τους και να ντύσουν τη σκέψη μας με ατόφια αλήθεια. Ζητήματα κάθε μορφής βίας πλέον τίθενται σε δημόσια θέα χωρίς να αποτελούν έως ένα βαθμό ταμπού της κοινωνίας μας. Κοινά μυστικά που προκαλούν φρίκη παύουν σιγά σιγά να είναι μυστικά, παύουν να θρέφονται απο τη σιωπή και το φόβο.
Βίαιες και κακοποιητικές καταστάσεις που συντηρούνταν επί σειρά ετών, κατέληξαν να γίνουν μια αποκρουστική κανονικότητα σε διάφορους επαγγελματικούς, οικογενειακούς, φιλικούς κύκλους. Τώρα. όμως, φαίνεται πως έφτασε η στιγμή να ξεγυμνωθούν, να καταδικαστούν και να πάψουν να συμβαίνουν, γιατί ακριβώς ούτε κανονικές είναι ούτε φυσιολογικές, όσο και να επιμένουν οι θύτες.
Η απόφαση της Σ. Μπεκατώρου και όλων των ανθρώπων που είχαν το θάρρος και το αίσθημα της ευθύνης να τα βάλουν με το πολυπρόσωπο τέρας της βίας είναι μόνο η αρχή μιας δύσκολης, αιματηρής μάχης που μοιάζει με αυτή του Δαβίδ και του Γολιάθ. Δίπλα στη Σοφία και την κάθε Σοφία που άρπαξε την πέτρα, για να χτυπήσει τον γίγαντα και να τον νικήσει, οφείλει ο καθένας και η καθεμία απο μας να σταθεί με σθένος, όχι μόνο για τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Μόνο έτσι θα αλλάξει η ιστορία. Μόνο έτσι η βία θα πάψει κάποτε να θεωρείται απο πολλούς κανονική και θεμιτή.
Είτε έχει βρεθεί κανείς στη θέση του θύματος είτε όχι, μπορεί εύκολα να καταλάβει πως η βία είναι “πολυμήχανη” και όπως αναφέρθηκε παραπάνω πολυπρόσωπη. Άλλοτε φανερή και άλλοτε συγκαλυμμένη, φορώντας πολλές φορές το πρόσωπο κάποιου οικείου μας και ακόμη πιο συχνά προσποιούμενη την αγάπη, το ενδιαφέρον ή τον επαγγελματισμό, χειρίζεται επιδέξια τα θύματά της, χωρίς διακρίσεις, με έναν τρόπο “φυσιολογικό” που δεν επιδέχεται εύκολα επικρίσεις. Σχεδόν πάντα παρουσιάζει τον εαυτό της ως μονόδρομο και μόνη λύση προς μιαν “ευτυχία” και εκμεταλλεύεται κάθε ευαίσθητη στιγμή και χορδή χωρίς ίχνος οίκτου. Απόλυτα εγωιστική, σαρκοφάγα και άρρωστη. Με τέτοιον αντίπαλο, πώς να γλιτώσει κανείς;
Και όσο η βία καμαρώνει για τον εαυτό της, άλλο τόσο το αίσθημα μειονεξίας των θυμάτων μεγαλώνει. Και όσο η βία στολίζεται με το ένδυμα της εξουσίας, τόσο θαρρεί πως έχει το δικαίωμα να χαράσσει ψυχές ή να τις πετάει μια για πάντα στο απόλυτο κενό. Και όσο γυρνάς το κεφάλι απο την άλλη, τόσο θα τη βρίσκεις μπροστά σου. Και όσο υπάρχει σιωπή γύρω της, τόσο πιο σκληρή και αποκρουστική θα γίνεται. Όσο υπάρχει σιωπή, όλοι θα είμαστε συνυπεύθυνοι για κάθε άνδρα ή γυναίκα που βιάζεται, σωματικά ή ψυχικά.
Το παράδειγμα της Μπεκατώρου έδειξε πως μια φωνή μπορεί να ανατρέψει ακόμη και τις πιο νοσηρές καταστάσεις. Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, φτάνει οι φωνές μας να μη σιωπούν. Έγινε η αρχή, μα ο αγώνας ενάντια στο πολυκέφαλο τέρας που λέγεται βία δε θα σταματήσει ποτέ. Και θα ξέρεις ότι έχεις νικήσει τη μάχη, όταν κάθε παιδί θα μπορεί να πει τη φράση “Μαμά, όταν μεγαλώσω δε θα φοβάμαι”. Ένα ας κρατήσουμε στο μυαλό, πως όσο υπάρχουν παιδιά που φοβούνται, ακόμη και τα παιδιά που κρύβουμε μέσα μας, τότε αναμφίβολα το κρίμα θα βρίσκεται στη σιωπή μας.
Γεωργία Καλπαζίδου