«Κλέβω, Πνοή μου, από τις ώρες της νυχτός, γιατί και’ δω αγρυπνώ στην σκέψη Σου που’ ναι για με ό,τι η αφή σ’ ένα τυφλό!.. Ένα χτυποκάρδι είν’ όλη μου η ύπαρξη για Σένα, τίποτα’ άλλο…» Ανακαλώ στη μνήμη μου, όταν αντικρίζω το διώροφο Λευκαδίτικο οικοδόμημα στην άκρη της θάλασσας που την ομορφιά του προστατεύει μια ανεξάντλητη θεία παρουσία.
Η αύρα του έχει μια διάχυτη και εκκωφαντική ταυτόχρονα απλότητα όπως τα ποιήματα που γράφτηκαν στο εσωτερικό του, σε ένα ξύλινο τραπέζι στολισμένο με ευωδιαστά λουλούδια και δυο ζευγάρια μάτια να κοιτούν με απόλυτη αγάπη τη ροή του μολυβιού ή της σκαλιστής πένας.
Τα μάτια γυρίζουν ακριβώς πίσω του, στο πετρόχτιστο μοναστήρι, της Παναγίας της Φανερωμένης και η μνήμη καλεί σαν αερικό τους αιώνες να σταθούν μπροστά σου για να σε ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο.
Πρώτος σταθμός γύρω στο 1640, στην ακτή του μοναστηριού ένας λευκός ανεμόμυλος δίνει το στίγμα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή αφού αναστηλώνεται το ερειπωμένο τότε μοναστήρι.
Επόμενος σταθμός, 1878, τέλη 19ου αιώνα. Ο παλιός μύλος, μετατρέπεται σε διώροφο κτίριο με σκοπό να στεγαστεί το διοικητήριο του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας, το οποίο μεταφέρεται από το νησί Πόρος στον όρμο της Φανερωμένης. Λίγα χρόνια αργότερα, το λευκό κτίριο, ανήκει στο μοναστήρι.
Όταν το διοικητήριο, αλλάζει τοποθεσία, το οίκημα εγκαταλείπεται. Η γωνιά αυτή στην παραλία της Φανερωμένης, παίρνει ζωή ξανά από έναν μοναχό, ο οποίος αναζητά μια ουσιώδη σχέση με το θεό. Εκείνο το θεό του φθινοπωρινού ουρανού που φέρνει φως παραδείσου δίνοντας ένα αλλιώτικό χρώμα στο έρημο τοπίο. Απομακρυσμένο από το θόρυβο της πόλης δίνει μια αίσθηση άβατου για το πλήθος.
Οι μνήμες, νοσταλγικές, με οδηγούν μόνες τους μπροστά του. Όση ώρα ξετυλίγονται μπροστά μου, οι στίχοι του εισαγωγικού ποιήματος, ανακυκλώνονται συνεχώς στις σκέψεις μου. Η ματιά μου σταματάει στην μπρούτζινη προτομή του Άγγελου Σικελιανού. «1930» λέω δυνατά στον εαυτό μου. Η πρώτη επίσκεψη του ποιητή-στοχαστή στη Σαλαμίνα. Ένα ταξί της εποχής διασχίζει το δρόμο προς τον «θεϊκό» προορισμό. Η γνωριμία με τον μοναχό Αμβρόσιο χτίζει μια υπέροχη φιλική σχέση σεβασμού.
Ο Σικελιανός μαγεύεται από την μεταφυσική ομορφιά του τοπίου αλλά και την απλότητα της αρχιτεκτονικής του διώροφου σπιτιού, που του αποπνέει αέρα Λευκάδας, αφού ήταν λάτρης των Ιονίων Νήσων. Ζητά, από τον φίλο του πια Αμβρόσιο να του παραχωρήσει ως κατοικία το σπιτάκι της ακτής.
Οι επισκέψεις του, γίνονταν όλο και συχνότερες στο νησί, όμως η ασύλληπτη και ταυτόχρονα εγωκεντρική παρουσία του δημιούργησε στους ντόπιους κατοίκους ένα είδος μαγικού μύθου γύρω από την προσωπικότητά του. Μόνο όσοι, τον έζησαν από κοντά είδαν το άλλο του πρόσωπο, εκείνο το λιτό και εγκάρδιο, που τους δημιούργησε μια εσωτερική ανάγκη να «συγγενέψουν» και συνάψουν μαζί του ανεξίτηλη φιλία.
Το διώροφο αυτό κτίσμα αλλά και η Άννα, η λατρεμένη του Άννα, έγιναν πηγή έμπνευσης για τον ποιητή. Η νηνεμία της γύρω, απομακρυσμένης, φύσης ήταν η διέξοδος του ζευγαριού από την Κηφισιά και την κίνηση της τότε Αθήνας στο ησυχαστήριο της Σαλαμίνας. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια η ζωή του ήταν το σπιτάκι δίπλα στην Ακροθαλασσιά. Εκεί τον επισκέφτηκαν σημαντικές προσωπικότητες όπω ςο Κωστης Παλαμας, η Λιλικα Νακου, η Λιλη Ιακωβιδη και ο Χρυσος Ευελπιδης.
1949, ο Σικελιανός επισκέπτεται το νησί, σαν να το αποχαιρετούσε και μαζί με αυτό όλους τους καρδιακούς του φίλους. Ο αιφνίδιος θάνατός του, το 1951, σκόρπισε θλίψη τόσο στο πανελλήνιο όσο και στο νησί της Σαλαμίνος. Το Λευκαδίτικο σπίτι ερήμωσε περισσότερο και κανείς πια δεν θα το γέμιζε πνεύμα, χαρές και τραγούδια. Η Άννα Σικελιανού δεν ήρθε ξανά να στρώσει το ξύλινο τραπέζι ούτε να βάλει λουλούδια στο βάζο για να μυρίζει όμορφα. Οι καλόγριες του μοναστηριού έκλεισαν ερμητικά με σιδεριές τις πόρτες και τα παράθυρα, καθώς διέδιδαν πως κάτι μεταφυσικά άθεο κατοικούσε εκεί μετά τη «φυγή» του.
Η μνήμη τρέχει πίσω στη Σαλαμίνα του 1991, στην εκδήλωση των σαράντα χρόνων από το Θάνατο του Σικελιανού, όπου η Άννα του, σε προχωρημένη ηλικία είναι η επίσημη προσκεκλημένη της βραδιάς. Το δικό της Κάλεσμα της Μνήμης ήταν παρόν, έτοιμο να ξεδιπλωθεί στο χώρο. Παρόλη την ερειπωμένη του όψη, την αίσθηση εγκατάλειψης που έσφιξε την καρδιά της, η συγκίνηση δεν έλειψε από τα μάτια της. Λίγο πριν αναχωρήσει για το σπίτι των Αθηνών, εξέφρασε σε όλους όσοι ήταν παρόντες, την λαχτάρα της να δει το σπίτι τους να αναστηλώνεται και να παίρνει ξανά τη μορφή που είχε χαραχτεί στην μνήμη της. Ήθελε να χαρίσει ένα μικρό και απλό μουσείο, με προσωπικά αντικείμενα που απλόχερα θα τοποθετούσε ξανά στα ίδια σημεία, αφήνοντας χαραγμένο στη μνήμη μας το πνεύμα του ποιητή.
Σεπτέμβρης 2001. Η Άννα Καμπανάρη υποδέχεται στο σπίτι της με περίσσια φρεσκάδα και απλότητα τους Σαλαμίνιους δημοσιογράφους και τους αρχιτέκτονες που της ανακοίνωσαν πως η επιθυμία της είχε πάρει σάρκα και οστά. Το διώροφο, εγκαταλελειμμένο σπιτάκι θα αναστηλωνόταν.
Με απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη η κυρία Άννα παρέδωσε τα προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού, κειμήλια, φωτογραφίες, έπιπλα και αντικείμενα από τη ζωή τους εκεί, ζητώντας ευγενικά οι εργασίες να γίνουν όπως θα τους περιέγραφε εκείνη τη στιγμή.
«Το σπιτάκι προβάλλει κατάλευκο όταν το αντικρίζει κανείς και μέσα και έξω. Θυμάμαι τα πορτοπαράθυρα έχουν χρώμα μπλε, σαν αυτό του πελάγους. Το ισόγειο έχει ένα μεντεράκι, ξέρετε, έτσι έλεγαν τα στρώματα παλιά, και δυο σκυριανά καρεκλάκια δίπλα στο τζάκι, που πάντα έκαιγε ασταμάτητα τα ξύλα και τις κουκουναριές των πεύκων. Το ξύλινο τραπέζι είναι στρωμένο με ένα όμορφο λευκαδίτικο κέντημα που πάνω του δεν έλειπε ποτέ το ποτήρι με τους μενεξέδες! Χμμ…Τι άρωμα…! Μην ξεχνάμε και το κρασί με τις λιχουδιές! Η πιο απαλή και χαριτωμένη σκάλα που είχα δει, οδηγούσε στη μικρή ταράτσα. Η μπλε πόρτα άνοιγε και το καμαράκι είχε ένα κρεβάτι, δύο ξύλινες καρέκλες και δυο κρεμάστρες. Ααα!και μια σόμπα για το κρύο. Στα δεξιά…είχε το μπαλκονάκι…Αχ! Αυτό το μπαλκονάκι με θέα τη θάλασσα και τους ψαράδες να τραβούν τα δίχτυα και τα πυροφάνια με τις τράτες τους τη νύχτα. Ένας μικρός παράδεισος ξεδιπλωνόταν μπροστά μας και γαλήνευε την ψυχή μας, μαζί με το μοναστήρι της Παναγιάς. Την ψυχή των ανθρώπων που έζησαν επίγεια μια αγάπη και γνώρισαν το πνεύμα μέχρι το τέλος. Έτσι, αγαπητοί μου ήταν το εξοχικό μας στο νησί σας, γεμάτο τραγούδια, ανθρώπους που αγαπήσαμε, που μας αγάπησαν, αγάπη και δημιουργία.»
Οι Αρχιτέκτονες και ο Δήμος θα ξεκινούσαν τις πυρετώδεις διαδικασίες να το φωτίσουν ξανά, να το αναδείξουν ως μνημείο πολιτισμού του νησιού, το 2003. Στις 26 Μαΐου 2006, οι εργασίες σιγά-σιγά ολοκληρώνονται και όλοι εύχονται η κυρία Άννα να είναι παρούσα εκεί για να δει το όνειρό της να πραγματοποιείται στα προγραμματισμένα εγκαίνια της αναστήλωσης το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.
30 Ιουνίου 2006, η Άννα Καμπανάρη- Σικελιανού, αφήνει το διαυγές πνεύμα της να σβήσει, να πάει αιώνια να συναντήσει τον ποιητή της καρδιάς της. Δεν πρόλαβε να δει το σπίτι τους στη Σαλαμίνα όπως το είχε φανταστεί, όπως το είχε αφήσει στην μνήμη της, την τελευταία φορά που το είδε στην Κατοχή. «Έφυγε» αλλά στα εγκαίνια της 17ης Σεπτεμβρίου ήταν παρούσα με την ψυχή της, περήφανη για το όνειρό της. Πλήθος κόσμου τίμησε τη βραδιά ανάδειξης του διώροφου οικήματος ως μουσείο Σικελιανού πια.
Ένα αεράκι καλοκαιρινό απομάκρυνε σαν θρόισμα τις αναμνήσεις μου από τα μάτια μου. Καθαρίζοντας οι εικόνες από το μυαλό μου, τα μάτια μου κοίταγαν την ακροθαλασσιά, συνειδητοποίησα πως η μηχανή του χρόνου με είχε αφήσει να κάθομαι στην κατάλευκη εξωτερική σκάλα του σπιτιού. Ανέβηκα στο ταρατσάκι αργά-αργά ψάχνοντας το μπαλκονάκι που τόσο γαλήνευε τα βράδια της Άννας και του Άγγελου. Ο ήλιος έδυε και το σπίτι σαν να έπαιρνε στην πραγματικότητα μια όψη μεταφυσικά ασύλληπτη.
Η αναδρομή έφερε στη σκέψη μου δυο στίχους από τα γράμματα του Άγγελου Σικελιανού στην Άννα του που ταίριαζαν απόλυτα σε αυτό το κάλεσμα της Ιστορίας:
« Πιστεύω πως μια μέρα θα φτερουγίσω απέραντα μαζί σου μες στο φως και τη δροσιά και στ’αρώματα της τέλειας λευτεριάς…Δυο αστέρια ταξιδεύουνε απάνω από βουνά και πέλαο για να σμίξουνε σε λίγο σ’ένα μόνο Αστέρι Αιώνιο Μυστικό»
Μαριαλένα Βιλλιώτη.