Γεννημένος το 1904 στο Παρίσι σε ευκατάστατη οικογένεια, ο Ζαν Ρενέ Λακόστ πριν γίνει το διασημότερο μπλουζάκι στον κόσμο είχε ήδη κερδίσει τον τίτλο του πιο διάσημου χειριστή της ρακέτας της προπολεμικής εποχής. Με πατέρα επικεφαλή της αυτοκινητοβιομηχανίας Hispano-Suiza, ο Ρενέ στα 15 του χρόνια πιάνει για πρώτη φορά ρακέτα στα χέρια του και μαγεύεται από το άθλημα. Η οικογένειά του τον στηρίζει, επικροτώντας την επιλογή του γιου τους, για το ακριβό και πρωτοκλασάτο χόμπι της εποχής. Ο Ρενέ όμως είχε στο μυαλό του το τένις σαν κάτι πολύ περισσότερο από μία απλή απασχόληση…
Ο πατέρας του δεν του έφερε αντίρρηση αλλά του έθεσε τον όρο να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής μέσα σε πέντε χρόνια διαφορετικά θα έπρεπε να επιστρέψει στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Η πίεση του χρόνου έδωσε επιπλέον κίνητρο στον νεαρό και το έκανε πράξη, δούλεψε σκληρά και το 1925 κέρδισε τους δύο πρώτους μεγάλους τίτλους του, το «Γουίμπλεντον» και το «Ρολάν Γκαρός», ενώ τον επόμενο χρόνο ανέβηκε στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης.
Ήταν δεξιόχειρας και μεθοδικός σε κάθε του αγώνα, μελετούσε σκληρά πριν από κάθε παιχνίδι και είχε την ικανότητα της γρήγορης σκέψης και έξυπνης κίνησης απέναντι στους αντιπάλους του. Λέγεται πως ήταν τέτοιο το πάθος του να διακριθεί στην υψηλότερη κορυή του αθλήματος που εκτός από τις ώρες που αφιέρωνε στην προπόνηση, ξόδευε άλλες τόσες παρακολουθώντας κορυφαίους τενίστες, καταγράφοντας σε μπλοκάκι τα προτερήματα και τα ελαττώματα τους.
Το 1924 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων στο διπλό και υπήρξε μέλος της ισχυρής τενιστικής τετράδας, γνωστής ως «Οι τέσσερις σωματοφύλακες» (Ρενέ Λακόστ, Ζαν Μποροτρά, Ανρί Κοσέ, Ζακ Μπρινιόν), που το 1927 κέρδισε για λογαριασμό της Γαλλίας, για πρώτη φορά, το Κύπελλο Ντέιβις.
Συνοπτικά οι τίτλοι του:
1920: Χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες (Παρίσι) στο διπλό
1925: Ρολάν Γαρός, Γουίμπλετον
1926: Αμερικάνικο όπεν
1927: Ρολάν Γκαρός, Αμερικάνικο όπεν
1928: Γουίμπλετον
1929: Ρολάν Γκαρός
Το 1927 στο πρωτάθλημα των ΗΠΑ πραγματοποίησε το καλύτερο, ίσως, παιχνίδι του και οδήγησε τον αντίπαλό του Μπιλ Τίλντεν να χάσει παταγωδώς σε ένα φινάλε που κράτησε δύο ώρες. Οι φίλοι του τότε επινόησαν το παρατσούκλι «Αλιγάτορας» για την επιμονή του στο παιχνίδι. Στον επόμενο τελικό, μάλιστα, ο Ρενέ με την προτροπή ενός φίλου έραψε τον κροκόδειλο στο μπλουζάκι του για καλή τύχη. Το εν λόγω μπλουζάκι του “έφερε” την νίκη αλλά μαζί με αυτή και πολλά περισσότερα από όσο και ο ίδιος θα περίμενε, αφού ο ίδιος αργότερα το χρησιμοποίησε στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, τις οποίες ξεκίνησε από το 1932 και μετά, όταν αποσύρθηκε οριστικά από το άθλημα.
Το 1933 μαζί με τον φίλο του Αντρέ Ζιλιέ ίδρυσαν την εταιρεία αθλητικών ειδών «La Société Chemise Lacoste» με σήμα το πράσινο κροκοδειλάκι. Αρχικά επρόκειτο για ενδύματα αποκλειστικά για το τένις, η απήχηση όμως στο παγκόσμιο κοινό βοήθησε να επεκταθούν όλα τα σχέδια σε παγκόσμια μόδα και σύμβολα κοινωνικής θέσης. Το γνωστό μακό μπλουζάκι Lacoste με το σήμα κατατεθέν τον λευκό κροκόδειλο σχεδιάστηκε αποκλειστικά από τον ίδιο το 1933 και η πώλησή του ξεκίνησε το 1934.
Το 1963 παρουσίασε τη ρακέτα από χάλυβα κι έφερε επανάσταση στο χώρο του τένις, αφού μέχρι εκείνη την εποχή οι ρακέτες ήταν ξύλινες.
Ο Ζαν Ρενέ Λακόστ πέθανε το 1996, σε ηλικία 92 ετών ενώ από το 1930 ήταν νυμφευμένος με τη πρωταθλήτρια του γκολφ Σιμόν Ντε Λα Σομ από τη Γαλλία, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Β.Κ.