Πλήθος μυθιστορημάτων, ρήσεων, διαφημίσεων, ταινιών, τραγουδιών μας κατακλύζουν καθημερινά εξυμνώντας την αμοιβαία αποδοχή. Ισάριθμα όμως έχουν γραφτεί για την απόρριψη και για εκείνο το συναίσθημα που μένει ατροφικό. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μια αναταραχή στη σχέση των δύο εννοιών που ίσως οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό τους.
Δυο πολύ ευαίσθητες έννοιες επέλεξαν να εμπλακούν στη συζήτηση αυτή που από μια πρώτη οπτική γωνία εγγίζει το ζήτημα των σχέσεων και της αλληλεπίδρασης με το έτερον και από μια δεύτερη, τη σχέση που καλλιεργούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Πράγματι, δεν νοείται ούτε απόρριψη ούτε αποδοχή εκτός ενός ευρύτερου πλαισίου μέσα στο οποίο σχετιζόμαστε με άλλα όντα, είτε εντός ενός πλαισίου στο οποίο έχουμε αποκοπεί από τον ενδότερο εαυτό. Είναι επομένως οι έννοιες σύμφυτες με τη ζωή και με την τάση του ανθρώπου να διαμορφώνει δεσμούς και να διαμορφώνεται αντίστοιχα μέσα απ’ αυτούς.
Ας τεθεί λοιπόν η αφετηρία στη συζήτηση από τη θετική έννοια καθώς αυτή θεωρείται ευρέως πιο εύπεπτη τόσο συναισθηματικά όσο και λογικά. Μιλώντας για την αμοιβαιότητα είναι καλό αφενός να μην την τοποθετούμε νοερά μόνο σε φιλικές ή σε ερωτικές σχέσεις που εύλογα και φυσικά είναι εξαρτημένες από το συναίσθημα αυτό, αλλά και σε κάθε άλλη σχέση μιας καθημερινότητας (επαγγελματική, τυπική, συνεργατική). Αν αμοιβαία θεωρείται μια σχέση που χτίζεται και διατηρείται με κοινούς όρους, κατά τον τρόπο που τους εννοούν τα μέλη που τη συναπαρτίζουν, αυτόματα αποκλείει διαφορετικούς όρους που θα μπορούσαν να συντελούν στη διαμόρφωση και στη διατήρηση της σχέσης. Ακόμη, η πρόθεση του ατόμου να τηρήσει τους κοινούς αυτούς όρους συνεπάγεται και την σιωπηρή απόφασή του να αποσπαστεί από κάτι δικό του και να προβεί σε εκούσιους συμβιβασμούς. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η αμοιβαιότητα ενέχει εν μέρει την έννοια της αποκλειστικότητας αλλά και την έννοια της αβεβαιότητας που απαιτείται από την συνεχή προσπάθεια για ισορροπία. Τα όρια δεν είναι τόσο διακριτά όσο φαίνονται με μια πρώτη ματιά.
Παρά την ασάφεια στην οποία μας βυθίζει, η αμοιβαιότητα μυθοποιείται συχνότερα από την απόρριψη γιατί το ρίσκο και η πιθανότητα είναι ελκυστικότερα της απόλυτης άρνησης. Η απόρριψη βέβαια πληγώνει γιατί πλήττει τον εγωισμό του ατόμου και ό, τι αυτός συμπεριλαμβάνει, ανάγκες, επιθυμίες, ματαιοδοξίες, φιλοδοξίες.. Το πλήγμα αυτό στο «εγώ» όμως που ομολογουμένως είναι από τα πιο ισχυρά δεν έχει ως σκοπό τη διάλυση του αλλά τη μετατόπιση και τον επαναπροσδιορισμό του. Η ματαίωση με άλλα λόγια είναι αυτή που επισημαίνει ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στο άτομο και σε κάτι άλλο, και είναι αδιάφορο ποια από τις δυο πλευρές ευθύνεται για το χάσμα αυτό, εφόσον το άτομο είναι ικανό να ερμηνεύει και να διαχωρίζει τη δική του θέση. Το αποτέλεσμα που επιφέρει στον καθένα ξεχωριστά εξαρτάται από την ποιότητα του εγωισμού του, δηλαδή από το αν αυτός είναι παραγωγικός και διαθέτει τα εφόδια για να μετουσιωθεί σε αυτογνωσία είτε αντιπαραγωγικός ώστε να παγιδεύει το άτομο στη δειλία. Έτσι, μέσω της προσπάθειας κατανόησης του εαυτού επέρχεται σιγά σιγά και η πολυπόθητη αποδοχή του και κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μεγαλύτερη ελαστικότητα στη σχέση μας με κάθε είδους ετερότητα. Κάθε τι που ανήκει στην εξωτερική πραγματικότητα είναι κομμάτι της ετερότητας, όχι μόνο έμψυχα ή άψυχα όντα αλλά και καταστάσεις, περιστάσεις, συνθήκες που καλείται κανείς να αντιμετωπίσει ενεργά.
Συνεπώς, από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι και οι δυο αντιθετικές έννοιες απαιτούν ανάλογα επιδέξιο χειρισμό και εγρήγορση κατά τη διαχείρισή τους. Η αποδοχή και η απόρριψη συχνά αλληλεπικαλύπτονται και έτσι δεν αναιρεί η μια την άλλη. Η ισορροπία βέβαια ανάμεσά τους διαταράσσεται εύκολα, αποδεικνύοντας περίτρανα την πολυπρισματική αντίληψη του ανθρώπου και το πλήθος επιλογών του τόσο για τον ίδιο όσο και για την κάθε είδους ετερότητα.
Μαρία Χαμηλάκη