Μα γιατί γράφω;

Είναι φορές που νιώθεις να πνίγεσαι. Που οι τοίχοι σε περικλείουν ασφυκτικά και περιορίζουν το σώμα και το μυαλό σου∙ που τα καθημερινά ζητήματα μοιάζουν τόσο φορτικά και ανούσια, που δεν αντέχεις  να ασχολείσαι πια με αυτά. Υπάρχουν στιγμές που βυθίζεσαι στη σιωπή σε έναν κόσμο που ποτέ δε σωπαίνει. Ξέρεις τον εαυτό σου καλύτερα από τον καθένα. Ξέρεις, λοιπόν, πως ήρθε η στιγμή να γράψεις.

Αν έρθει κάποτε η ώρα να κάνω τον απολογισμό της ζωής μου, θα σου πω σίγουρα ότι διάβασα και έγραψα τόσο πολύ που ο δείκτης του χεριού μου έχει αποκτήσει ένα βαθούλωμα με κλίση προς τα μέσα. Αλήθεια. Και τώρα που το παρατηρώ, μάλλον έχω δώσει και σχήμα στα πλήκτρα που ο ήχος τους έχει γίνει η μόνιμη νυχτερινή συντροφιά μου. Η διαδικασία της γραφής πάντα έβγαινε αβίαστα από μέσα μου, κακά τα ψέματα. Όταν κάτι με ενοχλούσε, το αποτύπωνα σχεδόν αυτόματα. Το γείωνα, το ανέλυα, του έδινα μορφή και σχήμα, μέχρι που το ήλεγχα απόλυτα και δεν το άφηνα να με εξουσιάσει.

why i write...

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η γραφή (όχι η συγγραφή), όπως και η ανάγνωση, είναι κατ αρχάς μια πράξη θεραπευτική. Είναι μια εκτόνωση, μέσα από την οποία μπορείς να ξεχάσεις για λίγο τον μέτριο και άγευστο κόσμο στον οποίο ζεις. Αποκτά χρώμα και ουσία, εμπλουτίζεται και ομορφαίνει. Μέσω αυτής μπορείς να σιγάσεις τις φωνές που ηχούν στο κεφάλι σου, να μετριάσεις την οργή σου, να δαμάσεις τα πάθη σου και όλοι συμφωνούμε πως ένας στίχος, ένα ημερολόγιο, μια ιστορία είναι σίγουρα προτιμότερα από το ντιβάνι ενός ψυχολόγου.

Η γραφή είναι αυτοκριτική και ενδοσκόπηση. Μέσα από αυτήν συνειδητοποιείς πως λειτουργεί ο κόσμος γύρω σου, αφουγκράζεσαι το ρυθμό του. Κυρίως όμως, γνωρίζεις τον εαυτό σου. Τον παιδεύεις, τον ταλαιπωρείς, δοκιμάζεις τα όρια σου. Ρισκάρεις. Καταλαβαίνεις πόσο μικρός και λίγος είσαι. Κατανοείς τα σφάλματα και τις αδυναμίες σου και προσπαθείς να γίνεις καλύτερος. Οφείλεις να γίνεις καλύτερος.

Η συγγραφή, από την άλλη, είναι μια δύναμη δημιουργική. Μεταφορικά μιλώντας πάντα,  ο συγγραφέας μπορεί να παραλληλιστεί με έναν μικρό θεό. Η δύναμη του να πλάσσει κανείς κυριολεκτικά από το μηδέν είναι μια μοναδική και απρόβλεπτη εμπειρία που οι «κοινοί θνητοί» δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν. Δημιουργείς έναν ήρωα, του δίνεις χρώμα και όνομα, πλάθεις έναν κόσμο και τον τοποθετείς μέσα. Τον παρατηρείς να δρα. Τον σκοτώνεις αν θέλεις. Καμιά φορά παίρνει τη μορφή των προσώπων που αγαπάς, εκείνων που αντιπαθείς, αυτών που σε πλήγωσαν. Καμιά φορά και τη δική σου.  Αν δεν είναι αυτό θαύμα, τότε τι είναι;

Του δίνεις λοιπόν προσωπικότητα, του δίνεις όμως και φωνή, τόσο δυνατή που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς. Καμιά φορά, πιάνεις τον εαυτό σου να κουνά τα χείλη σου στο ρυθμό που εκείνος υπαγορεύει.   Εσύ κι εκείνος αναπόδραστα γίνεστε ένα. Εισβάλλει κάτω από το δέρμα σου, ρέει μέσα στις φλέβες σου. Βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, σαν άλλος εαυτός. Σκέφτεσαι πως θα αντιμετώπιζε εκείνος δικά σου ζητήματα. Πάνω απ όλα, γίνεται σύντροφος και συνοδοιπόρος, φίλος και εχθρός. Και συχνά αποκόπτεται από σένα, αυτονομείται και παίρνει το δικό του δρόμο. Αποφασίζεις να τον στείλεις δεξιά, και σου φωνάζει με όλη τη δύναμη της υπόστασης του: « Όχι! Εγώ θέλω να πάω αριστερά» Όπως άλλωστε είπε ο Gustave Flaubert όταν τον κατηγόρησαν για την Madame Bovary, “C’est Moi,” δηλαδή «η Μποβαρύ είναι δική μου».

Η γραφή είναι μια επώδυνη και επίπονη διαδικασία. Όποιος λέει ότι όταν γράφει διασκεδάζει, τότε είναι ψεύδεται. Η μετατροπή της σκέψης στο ύψιστο δημιούργημα του ανθρώπινου είδους, τον λόγο, είναι από μόνη της πολύπλοκη και σύνθετη. Πόσο μάλλον αν δεν πρόκειται να αποτυπώσεις μόνο την σκέψη του, αλλά και την ψυχή σου. Αν καθίσεις και αναρωτηθείς, θα συνειδητοποιήσεις πως τα καλύτερα σου κείμενα ποτέ δεν τα έγραψες τις μέρες που ήσουν ευτυχισμένος. Οι άνθρωποι κλαίνε όταν γράφουν, γιατί ανοίγουν οι πληγές τους. Και αν πάρεις παράδειγμα τους κορυφαίους συγγραφείς, θα δεις πως κανείς τους δεν είχε εύκολη και άνετη ζωή. Υπήρξαν μάλιστα και άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για τις ιδέες και τα πιστεύω τους. Φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν για να μπορείς εσύ σήμερα να γράφεις αυτά που πιστεύεις ελεύθερα, χωρίς δυνάστη πάνω στο κεφάλι σου.

Η γραφή, φίλε μου, είναι ανάγνωση. Και η ανάγνωση με τη σειρά της είναι πράξη κοινωνική. Συμπορεύονται οι δύο τους και προσφέρουν ηδονή σε όποιον καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα νοήματά τους. Αλίμονο σε άνθρωπο που μόνο γράφει και δεν καταδέχεται να διαβάσει! Είναι εγωιστής, μισαλλόδοξος, υπερφίαλος. Να τον φοβάστε. Μην τον ρωτάτε τι γράφει, ρωτήστε τον τι διαβάζει και θα αποκαλυφθεί. Κακός αναγνώστης σημαίνει παράλληλα και κακός συγγραφέας.

Η γραφή, τέλος, είναι χάρισμα. Κάθε χάρισμα, όμως, μας δόθηκε νομοτελειακά και έτσι, κουβαλάμε μαζί του και την ευθύνη. Ευθύνη να μιλήσουμε ανοιχτά για πράγματα δύσκολα και επικίνδυνα. Ανάγκη να θυμίσουμε στον άνθρωπο την χαμένη του ανθρωπιά. Όλοι για έρωτες γράφουν, παραπονιέσαι. Δύσκολοι και αυτοί, δύσκολη και η ενδοοικογενειακή βία, δύσκολα τα ναρκωτικά, δύσκολος ο ρατσισμός, η φτώχεια και ο πόλεμος. Να τα θέματα! Στα δίνω! Μπορεί στα μάτια σου να μην πουλάνε, αλλά πονάνε. Γράψε για τον πόνο τον δικό σου και τον πόνο του άλλου. Γίνε η φωνή που ενοχλεί, όχι η φωνή που χαϊδεύει τα αυτιά. Έχεις ευθύνη, επομένως, απέναντι σε αυτούς που φιμώνονται ή που δεν είναι προνομιούχοι. Αν όχι εσύ, τότε ποιος περιμένεις;

Οι επιστήμονες της Λογοτεχνίας τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πάψει να προσπαθούν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Λένε πως δεν πρέπει να μας απασχολεί το «γιατί γράφω,» αλλά το «για ποιόν γράφω». Για ορισμένους γραφιάδες ή εκδοτικούς οίκους, ή απλώς για τον κοινό νου, η απάντηση είναι εύκολή. Γράφω γιατί όλοι σήμερα γράφουν. Αναρτώ τις ιστορίες μου στο διαδίκτυο, γιατί εκεί θα βρω εύκολα αναγνώστες. Γράφω για να εκδώσω το βιβλίο μου, να αποκτήσω φήμη ή να ακούσω καλές κριτικές. Γράφω για να κερδίσω χρήματα. Καλώς ή και κακώς, ο καθένας έχει το δικό του κίνητρο.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που εσύ θα πιάσεις το μαγικό σου μολύβι και θα γράψεις, κάτσε και σκέψου. Η σωστή απάντηση ίσως θα πρέπει να είναι «γράφω για τον εαυτό μου…»

Ρια Ροροπουλου