Η φυλακή ορίζεται ως το σωφρονιστικό ίδρυμα, στο οποίο εγκλείονται όλοι όσοι έχουν διαπράξει πάσης φύσεως εγκλήματα, με απώτερο σκοπό τον κολασμό των τροφίμων και τη μετέπειτα βελτίωσή τους, με στόχο την όσο το δυνατόν ομαλότερη επανένταξή τους στην κοινωνία και την, εντός εισαγωγικών, εκμετάλλευσή τους από αυτήν, για το κοινό καλό. Κατά πόσο όμως λειτουργεί το συγκεκριμένο σύστημα ως προς τη βελτίωση των εγκλείστων;
Η λογική της απομόνωσης δεν αποσκοπεί στην καλυτέρευση και η έλλειψη μιας χείρας βοηθείας σίγουρα δεν συνάδει με την πρόοδο. Η επιβολή μιας προνομιακής πειθαρχίας, δίχως ηθικούς φραγμούς και όρια δεν συνεπικουρεί στην επισκευή ενός ανθρώπινου ρημαδιού. Εάν υπήρχε η πιθανότητα κάποιο άτομο με παραβατική συμπεριφορά να βρει το φως του, υπό τις παρούσες συνθήκες αυτή η πιθανότητα εξανεμίζεται. Το άτομο πλέον παθητικοποιείται πλήρως και εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συστήματος, το οποίο γνωρίζει, δεν έχει να συμβάλλει κάπως στην ίαση της κοινωνίας και είναι και πιο φοβισμένο, άρα και πιο καχύποπτο. Αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος που φυλακίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους, μαζί με άλλες παραβατικές φύσεις, δίχως την κατάλληλη καθοδήγηση, αφήνει την ηθική του υπόσταση ακάλυπτη, απροστάτευτη, αχαλιναγώγητη. Ως αποτέλεσμα αυτή καταντά διαστρεβλωμένη, παραποιημένη, άκαμπτη μέσα στο στενό πλαίσιο μιας λανθασμένης λογικής. Τα όποια βήματα προς μίαν υποτύπωση πρόοδο, παρόλο που υπάρχουν και όσοι βρίσκονται πίσω από αυτές τις πρωτοβουλίες, όπως τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, είναι τουλάχιστον αξιέπαινοι για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούν με ανεξάντλητα αποθέματα ψυχικού σθένους, είναι δυστυχώς, γλίσχρα και τα αποτελέσματά τους πενιχρά. Δίχως ριζικές αλλαγές πάνω σε αυτό το ανθρωπιστικής φύσεως θέμα, ο κόσμος θα συνεχίσει να γεμίζει και να αδειάζει με ανθρώπους, οι οποίοι δεν διδάχτηκαν, παρά τον τρόπο να είναι πιο προσεκτικοί στις μελλοντικές τους αποκλίσεις από τη νομιμότητα, αργά ή γρήγορα.
Σε ευρύτερο πλαίσιο η κοινωνία, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο και ισοπεδωτικό, λειτουργεί κατά παρόμοιο τρόπο. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αποκλείονται από τη γνώση και τη χρήση των νέων τεχνολογιών, δίχως κανένα ενδιαφέρον για την ένταξή τους στις νέες πραγματικότητες. Οι ηλικιακές ομάδες, οι οποίες πλήττονται από αυτή την κατάσταση, είναι αυτές των ατόμων που χαρακτηρίζονται μεσήλικες και ηλικιωμένοι. Αυτοί δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά τα τεχνολογικά αγαθά συνήθως και εξαιτίας της έλλειψης χρηματικών πόρων. Όταν όμως ο κόσμος μηχανοποιείται όλο και περισσότερο και τα δεδομένα για την κατανόηση του διαφοροποιούνται απότομα, σε σχέση με άλλες εποχές, τότε μοιραία αποκλείονται πολλοί από τη νέα τάξη πραγμάτων. Η αδιαφορία που υπάρχει τόσο από την πλευρά των διαφόρων εργασιακών δομών για ενημέρωση και μετεκπαίδευση, όσο και από την πλευρά των υποψηφίων για μάθηση, δυσχεραίνει την αναζήτηση εργασίας και καθηλώνει τους ανθρώπους σε μίαν εικονική φυλακή, δίχως κανένα περιθώριο ελπίδας.
Σε κάποια ανώτερα κοινωνικά κλιμάκια η απελπισία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και πιο δυσβάστακτη. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι αυτή δεν γίνεται αντιληπτή από κανέναν. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες κρατούν δέσμιους όλους τους υπαλλήλους τους, με ελάχιστες παροχές διευκόλυνσης επί παντός επιστητού, προκειμένου να πλουτίζουν όλο και περισσότερο, όλο και πιο άπληστα. Το προσωπείο τους στερείται χαρακτηριστικών. Έτσι δεν δείχνουν τα συναισθήματά τους απέναντι στους εργαζομένους, οι οποίοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι όλα βαίνουν καλώς στη ζωή τους. Αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της υποκρισίας από το μέρος των εργοδοτών τους, ενώ την ίδια στιγμή, μέσω της συνήθειας και λόγω της ανάγκης που έχουν οι περισσότεροι, καταλήγουν σφάγια του εκάστοτε χρηματικού βωμού.
Οι αόρατες φυλακές όμως έχουν και άλλες μορφές, οι οποίες δεν σχετίζονται με κάποιο υλικό αντίτιμο, αλλά με κάτι ακόμη πιο πολύτιμο. Οι διάφοροι εθισμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι σχέσεις εξάρτησης που δημιουργούνται μεταξύ των ατόμων, στοιχίζουν στην ψυχή. Πολλά άτομα, στο πλαίσιο της ταλαιπωρημένης τους ψυχοσύνθεσης, σπεύδουν να καταπιαστούν με ό,τι τους προσφέρεται στον κόσμο της άψυχης μηχανής, επιβεβαιωμένοι από ανεπιβεβαίωτες πηγές, για την ασφάλεια της σωματικής και της πνευματικής τους ακεραιότητας. Σε αυτό το σημείο κρύβεται η μεγαλύτερη παγίδα. Το ‘’ασφαλές’’ πεδίο που προσφέρεται σε όλους τους κατατρεγμένους τούς κουκουλώνει με τη συνδρομή ενός ιστού, ο οποίος δημιουργεί την αίσθηση της μηδαμινής ανάγκης για πραγματική επικοινωνία και συγχρωτισμό με άλλους ανθρώπους. Ο έξω κόσμος δίνει την εντύπωση μιας αδηφάγας ζούγκλας και η ηλεκτρονική καταφυγή είναι το μοναδικό άσυλο, δίχως παγίδες. Οι άνθρωποι καταντούν έγκλειστοι στον ιδιωτικό τους χώρο, αποφεύγοντας επιδεικτικά την πραγματικότητα. Όμως ακόμη και όταν την αντιμετωπίζουν, τη μεταπλάθουν σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Η υπερπροβολή τους με την πρώτη ευκαιρία και το ψευδές αίσθημα ανωτερότητας που δημιουργείται τους καθιστά σκλάβους της προσοχής, τη στιγμή που αυτοί επιθυμούν, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό.
Το συμπέρασμα είναι το εξής. Οι διάφορες μορφές εγκλεισμού, είτε άμεσες είτε έμμεσες, ανακύπτουν από τη γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης που κυριαρχεί, με ελάχιστα περιθώρια βελτίωσης. Η διδαχή σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αφορά την εσωτερική ημέρευση, μέσω περισυλλογής και την προσεκτικότερη εξέταση του περιβάλλοντος χώρου, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, ώστε τα αόρατα δεσμά των ανθρώπων να γίνουν ορατά και υπερευαίσθητα, με στόχο το θρυμματισμό τους και τη λησμονιά τους.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός