Η δύναμη της συνήθειας

Ο Ουμπέρτο Έκο έλεγε ότι η καλύτερη ώρα για να συγγράψει κάποιος είναι η ώρα που σηκώνεται από το κρεβάτι του μέχρι ένα τέταρτο αφού σηκωθεί, διότι το μυαλό  εκείνην τη στιγμή βρίσκεται ακόμη σε μια κατάσταση μεταξύ ονειρο φαντασίας και πραγματικότητας. Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στο συνολικό έργο της Αγκάθα Κρίστι, η οποία τύγχανε πρωινό πουλί, δεν θα μείνει επ’ ουδενί λόγω ανικανοποίητος. Δίχως να κρύβει κάποιο ιδιαίτερο συστατικό επιτυχίας, με μοναδικά όπλα την ισχυρή θέληση και την αγχίνοιά της, κατάφερε να επιβληθεί στο λογοτεχνικό στιβο και να κερδίσει μια αξιοθαύμαστη θέση στο συνείδηση των ανθρώπων, οι οποίοι αρέσκονται στην ανάγνωση βιβλίων αστυνομικής λογοτεχνίας. Μέσα από τα 63 έργα της πολλά είναι αυτά που διακρίνονται από μια ιδιαίτερη λάμψη, ένα φώς το οποίο έλκει τον αναγνώστη και τον καθηλώνει σε ένα αναπαυτικό σημείο, προσφέροντάς του μια ιστορία, η οποία, φαινομενικά, είναι δυσάρεστη, αλλά αποκτά τρομερό ενδιαφέρον και οδηγεί τους ταξιδιώτες του μυστηρίου προς τη λύση της.

psichogios-agatha-cristie-1024x425
Ένα από αυτά τα αναγνώσματα, το οποίο, προσωπικά, ξεχωρίζω, είναι το βιβλίο με τον τίτλο ‘’ Και δεν έμεινε κανένας’’, σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Οι παλαιότερες εκδόσεις φέρουν τον τίτλο ‘’Δέκα μικροί νέγροι’’, επηρεασμένες από το όνομα του νησιού που φιλοξενεί τους ήρωες του βιβλίου και τη φύση δέκα αντικειμένων και ενός παιδικού τραγουδιού, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή του έργου. Εκτός από την αλλαγή του τίτλου στη νέα έκδοση, ο οποίος είναι και ο αρχικός που έδωσε η συγγραφέας, τα μικρά αραπάκια έχουν αντικατασταθεί από στρατιωτάκια. Κατά τα άλλα η υπόθεση παραμένει απαράλλαχτη. Δέκα άγνωστοι, εκ πρώτης όψεως, άνθρωποι προσκαλούνται σε ένα νησί, μέσω επιστολών αγνώστου αποστολέα. Μια ηχογραφημένη φωνή τους κατηγορεί για διάφορα εγκλήματα, τα οποία οι κατηγορούμενοι διέπραξαν είτε εν πλήρει συνειδήσει είτε ακούσια.

Η λογική και η παράνοια συνεργάζονται αρμονικά, προσφέροντας μια αρκετά καλή ροή στο χρόνο που κυλά και βασανίζει τα υποψήφια θύματα. Τη σοβαρότητα της κατάστασης πάντοτε ελαφρύνει, κατά παράδοξο τρόπο, το παιδικό εκείνο τραγουδάκι, το οποίο, μέσα στην αθωότητά του, δεν σταματά να πληροφορεί με περιπαικτικό τρόπο, τον τρόπο δολοφονίας κάθε ατόμου, με στόχο να μην μείνει κανένας. Με εξαίρεση το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όλη η δράση εκτυλίσσεται στο νησί του Νέγρου, καθώς δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Ο κλειστοφοβικός χαρακτήρας της συνθήκης αυτής εντείνει την αγωνία του αναγνώστη και προσφέρει την κατάλληλη ατμόσφαιρα για την όλη πλοκή. Ο κυνισμός και η συναισθηματική φόρτιση εναλλάσσονται συχνά μεταξύ των χαρακτήρων, άσχετα από την ιδιοσυγκρασία τους ή την επαγγελματική τους ιδιότητα. Οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τις αδυναμίες τους. Κοιτούν το ραγισμένο είδωλό τους σε καλοφτιαγμένους καθρέπτες και αναλογίζονται, εν τέλει, τη θέση τους στην κοινωνία και τις συνέπειες των πράξεών τους. Ο νους εργάζεται με πολλαπλές βάρδιες, τόσο για τη λύση του μυστηρίου, όσο και για την επιβίωσή τους. Και η δικαιοσύνη συνεχίζει να αποδίδεται απτόητη, στο μέτρο του δυνατού.

Πόσο αντικειμενικό κρίνεται το χέρι του δήμιου, το οποίο κινεί τα νήματα; Πώς αυτή η κατάσταση, μετά την αποκάλυψη του δράστη, μπορεί να θεωρηθεί πλήρως τεκμηριωμένη και η υπόθεση να οδηγηθεί στο αρχείο, δίχως περαιτέρω μελέτη; Αυτό μένει στην κρίση του εκάστοτε αναγνώστη. Η τρομακτική δύναμη της πένας της Αγκάθα Κρίστι δημιούργησε ένα αριστουργημα, το οποίο, αν και περιορισμένο γεωγραφικά, εκπέμπει τόσην ενέργεια, ώστε να αφήνει και τον πιο απαιτητικό βιβλιοφάγο ικανοποιημένο.

Η ψυχογράφηση των χαρακτήρων είναι άριστη. Είναι τόσο καλοδουλεμένη, ώστε πολλές φορές οι εσωτερικές τους σκέψεις, όποτε η αλήθεια δεν εκτίθεται ολόγυμνη μπροστά στα μάτια μας, κραυγάζουν επιβλητικές και αντηχούν στα αυτιά μας ολοκάθαρες και ειλικρινείς. Ολοι οι άνθρωποι έρχονται κοντά μας και μας καλούν να γίνουμε θεατές στα προσωπικά τους δράματα, χωρίς να αναζητούν τη συνδρομή μας προς την εξιλέωση. Μόνοι τους υποφέρουν τα πάθη τους και οδηγούνται προς το χαμό τους, σαν κάτι αόρατο να κυριεύει το σώμα τους και να τους δείχνει το δρόμο, ενώ ο νους τους συνεχίζει να διαφεντεύει την ψυχή τους. Τα θύματα χάσκουν σαν σκεπτόμενα πιόνια στη σκακιέρα του θανάτου, οδηγούμενα προς την καταστροφή τους και τη λύτρωσή τους. Το αέναο παιχνίδι της ζωής στέκει αδύναμο εμπρός τους και καταθέτει τα όπλα, ανήμπορο να τους κρατήσει, επειδή οι ίδιοι έκαναν στο διάβα του προσωπικού τους χρόνου τις λανθασμένες κινήσεις.

Η γλώσσα του βιβλίου ακολουθεί την πεπατημένη των υπολοίπων. Απλή, λιτή, διανθισμένη με στοιχεία ελαφράς επιτήδευσης, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, δεν αφαιρεί καθόλου τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αντιθέτως την κάνει πιο ευδιάκριτη και τη διανέμει σε όλες τις σελίδες του ομοιόμορφα. Η σχετικά μικρή έκτασή του επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα ποιοτικά πράγματα δεν διακρίνονται για την υπέρμετρη ποσότητά τους, παρά προσφέρονται σε τέτοιο βαθμό που να αναστατώνουν, μα και να ευφραίνουν την καρδιά μας. Ακόμη ένα διαμάντι της αστυνομικής λογοτεχνίας, το οποίο επάξια κερδίζει τη θέση του στην κοσμηματοθήκη των πολύτιμων λέξεων. Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός