Είναι γεγονός ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές, αυτές οι θεωρητικές αναζητήσεις του αενάως ανήσυχου πνεύματος, περνούν τη δική τους κρίση, με την προτίμηση και το ενδιαφέρον των νέων υποψηφίων επιστημόνων να φθίνουν χρόνο με το χρόνο. Το επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται ατόφιο για την αποτροπή από μια τέτοια κατεύθυνση, αφορά τη μονολιθικότητα του πρακτικού τους χαρακτήρα, εφόσον γίνεται αποδεκτό ότι οι θεωρητικές σπουδές έχουν κάποιο πρακτικό αντίκρισμα. Ετσι λοιπόν, ενώ τα σώματα της Φιλολογίας και της Ιστορίας πασχίζουν να κρατήσουν ένα σταθερό βηματισμό απέναντι στους ισχυρούς ανέμους της προοδευτικής καθημερινότητας, άλλα εγκαταλείπονται σαν εύθραυστο καύκαλο οστρακόδερμου σε μια παραλία, το οποίο κονιορτοποιείται μέρα με τη μέρα.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Κάθε φορά που ακούει κανείς ή προφέρει τη λέξη Φιλοσοφία, η συνήθης εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι ένα άτομο, το οποίο δίνει την εντύπωση ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου, με αλλοπρόσαλλη εμφάνιση και ακανόνιστο λόγο, αλλά πλήρως οργανωμένο για μια χούφτα εκλεκτών ομοϊδεατών του. Η πραγματικότητα καθίσταται πολύ διαφορετική από ό, τι έχουν συνηθίσει το ανθρώπινο μάτι, αφτί και μυαλό. Ενας ορισμός κρίνεται πάντοτε απαραίτητος. Η Φιλοσοφία ορίζεται, εν γένει, ως η αγάπη για την αλήθεια, ο έρωτας προς τη σοφία, ο αγώνας για την κατάκτηση της πραγματικής γνώσης, η βάσανος της οποίας ορίζει την τεκμηριωμένη ύπαρξη της επιστήμης.
Από την αυγή της ανθρωπότητας η περιέργεια έπαιζε καθοριστικό ρόλο για την πάταξη της άγνοιας, προκειμένου να νικηθεί κατά κράτος ο αρχικός φόβος που αυτή δημιουργούσε. Ύστερα από την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου, η ευστροφία του ανθρώπου τον οδήγησε στην αναζήτηση της προέλευσης της ζωής. Αυτή η εφαρμογή της σκέψης οδήγησε στην εμφάνιση των φυσικών φιλοσόφων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με ζητήματα της φύσης, προκειμένου να εννοήσουν το μηχανισμό λειτουργίας της και τη σχέση της με το ανθρώπινο γένος. Οσο το χρονικό ποτάμι κυλάει στου μυαλού τα αυλάκια, η Φιλοσοφία στρέφει, αλλά δεν αποστρέφει, το βλέμμα της από τα άστρα στη γή. Ρίχνει, αρχικά, κλεφτές ματιές στα όντα που τη μεταχειρίζονται. Αργότερα σκάβει βαθιά μέσα στα σπλάχνα τους, για να συναντήσει πολλές και διάφορες ατραπούς, τις οποίες θα βαλθεί να αναπτύξει και να ερμηνεύσει ταυτοχρόνως.
Η ανθρωποκεντρικότητα του φιλοσοφικού στοχασμού καθίσταται αυταπόδεικτη, καθώς στοχεύει στη ροή της σκέψης και τη διαχυση της στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Για πολλούς αυτή η υπερβολικά φουσκωμένη θεωρητικολογία φαντάζει ασύμφορη, τη στιγμή που η πρακτικότητά της φαίνεται να χάνει έδαφος. Μια από τις κεντρικές παραμέτρους της φιλοσοφικής σκέψης είναι η απόδειξη οποιασδήποτε κατάστασης υποστηρίζει η ανθρώπινη φύση, με ‘’φιλοσοφικά’’ επιχειρήματα, τα οποία άπτονται της λογικής. Ενα παράδειγμα ίσως να μας πείσει. Ενας άνθρωπος, ο οποίος έχει ύψος 1,69 μέτρα, θεωρεί ότι είναι πάνω από δύο μέτρα. Ως πειστήριο φέρνει στο τραπέζι των συζητήσεων τη σκιά του, η οποία είναι προέκταση του εαυτού του. Επομένως, με μια νέα μέτρηση, ο ίδιος άνθρωπος φιλοσοφικά, είναι πάνω από δύο μέτρα. Οσος παραλογισμός και αν κρύβεται μέσα στον προηγούμενο συλλογισμό, δεν πρέπει να αμφισβητείται το γεγονός ότι η σκέψη είναι κάτι που βοηθάει την πρόοδο της κοινωνίας. Ακόμη και τέτοιες απλοϊκές, ως και κουτές, υποθέσεις κινούν τα νήματα της απομυθοποιησης και ξετυλίγουν το κουβάρι της εξαπάτησης, οδηγώντας στη διαφώτιση και την πνευματική ανάταση και ενδυνάμωση. Κάνει φιλότιμες προσπάθειες για την εξήγηση των πάντων. Συνεπικουρεί και κρύβεται πίσω από όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης διανόησης.
Στο Μεσαίωνα η μορφή της δέχεται το άγγιγμα της θρησκείας και για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η Φιλοσοφία θα λάβει ένα θεολογικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο ήταν αναπόφευκτο , διότι και η ίδια η θρησκεία έχει μια λογική πίσω από τη δημιουργία της. Η δυτική φιλοσοφία παγίωσε κάποιες απόψεις για τον κόσμο και οδήγησε τη σκέψη σε αδράνεια, ρίχνοντας εμπόδια στην πορεία της, με ψήγματα μονοπατιών να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα, μέχρι οι θετικές επιστήμες να ανοίξουν νέους ορίζοντες προς το φώς του νού, πάντοτε με την αρωγή των παλαιοτέρων φιλοσόφων ως εχέγγυο νόησης.
Φτάνοντας κανείς στη σημερινή εποχή συναντά δύο πυλώνες της φιλοσοφικής σκέψης, τον αρχαιοελληνικό και το δυτικό, γαλλικής και γερμανικής, κυρίως, προέλευσης. Η ιδανικότητα των αρχαίων Ελλήνων συνεχίζει να επισκιάζει ακόμη και σήμερα τους επιστημονικούς απογόνους της, οι οποίοι έχουν χαράξει τη δική τους πορεία και κακώς μένουν στο περιθώριο. Τόσο αυτοί, όσο και οι προκάτοχοί τους, έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην παγκόσμια διανόηση, ώστε να γίνεται λόγος και στη σημερινή εποχή για το κύρος που διακρίνει ή θα όφειλε να διακρίνει τη Φιλοσοφία. Εν τέλει αυτή αποτελεί το λογικό εργαλείο πίσω από όλες τις κινήσεις του ανθρώπινου επιστητού. Χωρίς τη συνεισφορά της στο γνωστό στερέωμα, τα πράγματα θα ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικά. Μια ημέρα αφιερωμένη σε αυτήν αποτελεί την ελάχιστη τιμή απέναντί της, σε σχέση με όλα όσα μας έχει προσφέρει. Την επόμενη φορά που θα φέρουμε στο νού μας αυτή την επιστήμη στις 21 Νοεμβρίου, ας αναλογιστούμε το τεράστιο ‘’ευχαριστώ’’ που της οφείλουμε. Διότι, εάν όλες οι επιστήμες και οι τέχνες ανεξαρτητοποιούνται ως προς τη φύση τους, εκείνη αποτελεί το μέσο με το οποίο όλες επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός