Φιλαναγνωσία αγάπη μου

Μέσα σε μια σχολική αίθουσα υπάρχει μια στιγμή όπου ο εκπαιδευτικός θα ρωτήσει ένα από τα παιδιά μια ερώτηση, η οποία, άγνωστο γιατί, σκορπά τον τρόμο και επιφέρει την αποστροφή της, σαν άλλη έννοια ενός υπερφυσικού όντος στις διάφορες γοτθικές νουβέλες του 18ου και του 19ου αιώνα. Καθώς η ερώτηση ‘’τί διαβάζεις;’’ έχει φύγει από τα χείλη του καθηγητή και έχει ταξιδέψει μέχρι τα αφτιά παντός ενδιαφερομένου, σιωπή έρχεται να καλύψει την αίθουσα σαν πηχτό και επίμονο σκοτάδι. Ενίοτε ένα ελαφρύ επιφώνημα, σαν μια παλαιά μελωδία γραμμοφώνου από την άκρη του χώρου διαχέεται στην τάξη και υπνωτίζει ευχάριστα, σχεδόν ανεπαίσθητα τις ψυχές όλων των παρευρισκομένων, σημάδι σκέψης και αναζήτησης απάντησης σε κάτι το κατά τα άλλα αρκετά απλό και κατανοητό. Απαντήσεις φυσικά και υπάρχουν, όμως είναι πενιχρές ποσοτικά, είτε δεν συμφωνούν με τις προτιμήσεις του ‘’ανακριτή’’, ο οποίος πολλές φορές βιάζεται να βγάλει λανθασμένο πόρισμα για το πνευματικό ποιόν του ανθρώπου που έχει μπροστά του.

φιλαναγνωσία

Εκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η φιλαναγνωσία μεταξύ των νέων, κυρίως, ανθρώπων υφίσταται μια κάμψη τα τελευταία χρόνια. Αλλα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ηδη από την παιδική του ηλικία το παιδί εκτίθεται σε πάρα πολλές καταστάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με την όποια ανατροφή των γονέων του, διαμορφώνουν και ενισχύουν τις άμυνές του απέναντι σε ό,τι θεωρείται βλαβερό, επιζήμιο για εκείνο. Πόσο καλά όμως μπορεί να προφυλάξει ένας γονέας το παιδί του από τα πάντα; Κάτι τέτοιο, ιδίως με τον τεράστιο φόρτο πληροφοριών που παρέχονται αφειδώς στη σημερινή εποχή, κρίνεται αδύνατο. Αλλά ακόμη και οι κακές επιρροές κρίνονται, κάποτε απαραίτητες, για το καλό τους. Αλλωστε, εάν κάποιος επιθυμεί να αντιμετωπίσει επαρκέστατα τον εχθρό του, καλό είναι να τον μάθει καλά. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ένα μεγάλο μέρος της σημαντικότατης εκπαίδευσης που νέου ανθρώπου συντελείται στο ίδιο του το σπίτι με βοηθητικά εργαλεία την εικόνα, το διάλογο, τη γραφή και την ανάγνωση. Σε παλαιότερες εποχές, όπου η τεχνολογία δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη και ήταν, παράλληλα, δυσπρόσιτη σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, η εικόνα έλειπε και τα υπόλοιπα εργαλεία είχαν τον πρώτο λόγο. Ετσι το κάθε παιδί ήταν εκτεθειμένο σε ποικίλα αναγνώσματα και συζητήσεις, οι οποίες αφορούσαν τις διάφορες καταστάσεις της ζωής και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Συνήθως άλλη διέξοδος από το διάβασμα και το παιχνίδι με συνομιλήκους δεν υπήρχε.

Τα αναγνωστικά πρότυπα που επικρατούσαν ήταν ποικίλα, όμως πάντοτε υπήρχαν κάποιες σταθερές, όπως τα κλασικά παραμύθια των βορειοευρωπαίων συγγραφέων, τα οποία δεν έλειπαν από κανένα σπίτι ή από κανένα στόμα. Παιδευτικές επιρρόες, οι οποίες ήλθαν να αποκαταστήσουν τις παλαιότερες λα’ι’κές αφηγήσεις που σήμερα είναι ελάχιστα γνωστές και πολλές από αυτές δεν είναι κάν καταγεγραμμένες. Οπως και να έχει το πράγμα κάποιες αφηγηματικές σταθερές υπάρχουν πάντοτε στο μυαλό των ανθρώπων. Για αυτό και το παιδικό βιβλίο, σε σχέση με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, παρουσιάζει εμπορική και δημιουργική άνοδο. Φυσικά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κάποιος. Ακούσατε ποτέ κάποιο παιδί να διβάζει τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη στα δέκα του και το Εκρρεμές του Φουκώ του Εκο στα δεκαπέντε του; Σπανιότατες περιπτώσεις.

Ετσι, καθώς τα χρόνια κυλούν και ο λογοτεχνικός πλούτος αυξάνει, κάποια πρότυπα εγκαταλείπονται και άλλα υιοθετούνται. Σε πολλούς ξενίζει το γεγονός ότι πολλά σημερινά παιδιά δεν γνωρίζουν παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα ή ο Πινόκιο, παρά μόνο από συντομότατες αναφορές που έγιναν από άλλους σε ανύποπτο χρόνο. Ακόμη και αυτή η αποσπασματική γνώση δεν τους κεντρίζει το ενδιαφέρον και δεν τους παρακινεί να ψάξουν για αυτά. Ακολουθούν τη δική τους πορεία, η οποία, εν πολλοίς, είναι ένα ταξίδι προς το άγνωστο, καθώς πολλά νέα τηλεοπτικά προγράμματα κάνουν την εμφάνισή τους και έρχονται να τα πάρουν από το χέρι, αφήνοντας τα όποια αναγνώσματά τους στην άκρη. Ακόμη και τα κόμιξ παραμερίζονται, για να επανέλθουν, βέβαια, στο προσκήνιο τους θερινούς μήνες.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί ένα παράδοξο, εάν αναλογιστεί κανείς το δεδομένο που γράφτηκε παραπάνω, ότι το παιδικό βιβλίο περνάει μια καλή περίοδο από όλες τις απόψεις. Αλλά η εικόνα είναι παντοδύναμη και πιο ελκυστική από μια αφήγηση σε έντυπη μορφή. Οταν η πρώτη όμως λείπει, πρέπει να αναπληρωθεί από κάπου. Το παιδί θα βρεί τρόπο να διασκεδάσει οπωσδήποτε και ποτέ δεν θα πεί όχι σε ένα παιδικό βιβλίο. Εάν δε αυτό το βιβλίο καταφέρει να τον συναρπάσει και να τον κρατήσει μέσα στον κόσμο που του προσφέρει, τότε το παιδί δεν πρόκειται να το αφήσει ποτέ από τα χέρια του και η ανάγνωση θα του γίνει μια ευχάριστη συνήθεια.

Τί γίνεται όμως όταν η περίοδος της αθωότητας τελειώσει και ο παιδικός ρομαντισμός εκλείψει και οι ευθύνες και οι επιλογές στη ζωή πληθύνουν; Ο κάθε άνθρωπος καλείται να κάνει μια διαλογή που τον καθορίζει ως προσωπικότητα. Ετσι το ταξίδι προς την ανάγνωση πολλών συνεχίζεται, με πολλούς ακόμη τίτλους μπρός τους, με μεγαλύτερο αριθμό σελίδων, με απαιτητικότερη γλώσσα και βαθύτερα νοήματα που αποκωδικοποιούνται με διαφορετικό τρόπο από τον καθένα.

Ισχύει όμως αυτό για όλους; Παρόλο που η γνώση απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα,ασχέτως εάν παρέχεται σε όλα με επιτυχία, δεν την ασπάζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Στα μάτια πολλών η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου φαντάζει ως μια αγγαρεία, η οποία τους επιβάλλεται και λίγα, θεωρητικά, τους προσφέρει. Ο όγκος πολλών λογοτεχνημάτων, καθώς και η στριφνή γραφή και η ‘’περίεργη’’ γλώσσα τους τούς απομακρύνουν από την προσέγγισή τους. Αλλοι καταφεύγουν στην εύκολη λύση ανάγνωσης μιας ελαφράς ανάρτησης σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, άλλοι προσκολλώνται σε εύπτεπτα αναγνώσματα περιοδικών χαμηλής διαλογής και άλλοι δεν αγγίζουν ούτε μια σελίδα. Πάντως όλοι εκτίθενται στη διδασκαλία αποσπασμάτων διαφόρων αριστουργημάτων της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μια αρκετά φιλότιμη προσπάθεια της εκπαιδευτικής πρακτικής να κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν το διάβασμα. Δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα είναι τα αντίθετα απο τα αναμενόμενα. Παλαιότερα παρακολουθούσε κανείς μια ταινία και γνώριζε εκ των προτέρων ότι έχει βασιστεί στο τάδε βιβλίο. Τώρα προτείνεται σε κάποιον νέο ένα βιβλίο και η πρώτη ερώτηση, εκτός φυσικά από τη ‘’ρητορική’’ άγνοια του συγγραφέα, είναι η εξής: ‘’-Εχει γίνει ταινία;’’ Φτάνει μετά κάποιος στην τελευταία βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αισθάνεται αμήχανος μπροστά στην απορία του καθηγητή του, επειδή έχει την αίσθηση ότι δεν διαθέτει μιαν ικανοποιητική, για εκείνον, απάντηση.

Αναρωτιέται μετά κανείς ‘’τίς πταίειν’’ για αυτή την κατάσταση; Πρώτα από όλα έχουμε την άγνοια, όχι αυτήν του Κούντερα, αλλά αυτή την άγνοια ακόμη και των ονομάτων από πολλές λογοτεχνικές πένες, επειδή κανείς δεν έκανε τον κόπο να τις γνωστοποιήσει στους νέους. Ετσι επέρχεται η αδιαφορία, με τελικό στάδιο τη λήθη του βιβλίου. Κινούμενοι σε ένα λιγότερο απαισιόδοξο τοπίο εντοπίζουμε τη συνήθεια. Οταν κάποιος, επι πολλά χρόνια έχει μάθει να ασχολείται με αποσπάσματα κειμένων και όχι με ολόκληρα έργα, τότε δεν κρίνει απαραίτητη την ενασχόληση με κάτι πέραν  της γραπτής δοκιμασίας που ενδεχομένως να μην ήταν και του γούστου του. Η έλλειψη σχολικών βιβλιοθηκών και η ελλιπής βιβλιογραφική ενημέρωση πολλών από αυτές είναι πάντοτε ένα διαχρονικό ζήτημα, το οποίο χρήζει άμεσης επίλυσης.

Ομως υπάρχουν τα μέσα για την καταπολέμηση του προβλήματος. Ο συνδυασμός ενημέρωσης και οργάνωσης αποτελούν το κλειδί της επιτυχίας. Με τη διδασκαλία ολόκληρων λογοτεχνικών έργων, με την οργάνωση ημερίδων με θέμα κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή κάποιο συγκεκριμένο συγγραφέα, με τη θέσπιση λογοτεχνικών/συγγραφικών διαγωνισμών, με την προβολή ταινιών και τη συγκριτική μελέτη τους με το βιβλίο, στο οποίο βασίστηκαν, με την παρουσίαση εργασιών από τα ίδια τα παιδιά με βάση τα ιδιαίτερα αναγνωστικά τους ενδιαφέροντα, με την τόνωση, ενίσχυση ορισμένων μαθημάτων όπως η διδασκαλία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στη β’ λυκείου και την προσεκτικότερη έρευνα και όχι τη χασάπικη ανατομία των κειμένων, ώστε να αναδεικνύεται η ομορφιά τους και μόνο, μπορεί να επιτευχθούν θετικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη για το αντικείμενο και όχι μηχανιστικά και τυπικά για τα μάτια του κόσμου. Διαφορετικά το όλο εγχείρημα θα ματαιωθεί και θα καταπνιγεί εν τη γενέσει του.

Ας μην ξεχνούμε όμως και τους κύριους αποδέκτες αυτής της προσπάθειας, πολλοί από τους οποίους κρίνονται φερέλπιδες. Πόσα από αυτά τα παιδιά βυθίστηκαν στην ανάγνωση των βιβλίων του Harry Potter και του Αρχοντα των δαχτυλιδιών μετά ή και παράλληλα με την προβολή των ταινιών; Εάν αυτό δεν είναι ένα θετικό στοιχείο, τότε καλύτερα να εγκαταλειφθεί κάθε κείμενο σε έντυπη μορφή. Τα γούστα ποικίλλουν ανά εποχή. Επειδή όμως δεν μπορούμε να περιμένουμε την επόμενη μόδα που θα πυροδοτήσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον των νέων ανθρώπων, καλό είναι να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να έχουμε μπροστά μας το παλαιό και κλασικό με το καινούργιο και εναλλακτικό να συμπορεύονται.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός