Εγώ θα μπορούσα να εστιάσω την απάντησή μου στο γεγονός ότι είναι για κάποιους από εμάς η πρώτη φορά που δοκιμαζόμαστε σε εξετάσεις Πανελλήνιου επιπέδου και ανταγωνισμού, για τη διεκδίκηση μιας θέσης στη σχολή της αρεσκείας μας και έπειτα πως θεωρούμε ότι είναι η μόνη μας ευκαιρία να ”περάσουμε” στη σχολή που επιθυμούμε και να θέσουμε τις βάσεις της επαγγελματικής μας καριέρας. Θέτουμε τον πήχη ανάλογα με τις μέχρι τώρα σχολικές επιδόσεις μας ή και κάποιες φορές με τις προσδοκίες που έχουμε από τον εαυτό μας. Το θέμα ωστόσο είναι πως τις περισσότερες φορές επιφορτιζόμαστε με τις προσδοκίες που έχουν οι γύρω μας από εμάς, εστιάζοντας στο οικείο περιβάλλον,συγγενείς,φίλους και καθηγητές. Είναι δυστυχώς συχνό το φαινόμενο κάποια από τα παραπάνω πρόσωπα να πιστεύουν τόσο στις δυνάμεις του εκάστοτε παιδιού,αντικειμενικά ή μη, που να επιθυμούν να ικανοποιήσουν μέσω αυτού τα δικά τους όνειρα και τις δικές τους βλέψεις, που ίσως οι ίδιοι να μην μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν όντας στην ίδια θέση. Ο ρόλος του περιβάλλοντος μπορεί να λειτουργήσει επομένως και αρνητικά στην πιο κρίσιμη στιγμή της πορείας ενός μαθητή και να είναι μάλιστα υπαίτιος για μια πιθανή αποτυχία του ή μια λάθος επιλογή σχολής, όταν δεν είναι καθαρά υποστηρικτικός και ενθαρρυντικός.

Στα λεγόμενά μου μέχρι τώρα έβαζα και τον εαυτό μου στην πλευρά των μαθητών, γιατί αποφοίτησα πρόσφατα από το Λύκειο και είναι ακόμα νωπές οι μνήμες εκείνου του άγχους και του κόμπου στο στομάχι πριν από κάθε μάθημα, των νεύρων, του κλάματος, της απελπισίας να προετοιμαστώ σωστά, αλλά και της αυτοπεποίθεσης όταν τα θέματα ήταν βατά κατά τη γνώμη μου και μπορούσα να ανταποκριθώ άρτια. Μέσα από αυτή την διαδικασία συνειδητοποίησα και εγώ πως μεγαλύτερα σημασία έχει να πιστεύουμε στον εαυτό μας, να μην απογοητευόμαστε και να ακολουθούμε τις συμβουλές των άλλων, χωρίς όμως να προσπαθούμε να εκπληρώσουμε αναγκαστικά τις προσδοκίες τους για να τους γίνουμε αρεστοί ή και αποδεκτοί, όταν δεν αποτελούν και δικές μας ταυτόχρονα προσδοκίες. Δεν πρέπει να κρίνουμε αρνητικά ή υπέρμετρα θετικά το πως γράψαμε μετά από κάθε μάθημα, γιατί δεν γνωρίζουμε πως μπορεί να έγραψαν οι υπόλοιποι εξεταζόμενοι μαθητές, που είναι χιλιάδες. Πρέπει να έχουμε κατά νου μόνο το πως γράψαμε και πως θα γράψουμε εμείς μέχρι τέλους, χωρίς να κρίνουμε αυστηρά τον εαυτό μας και να τον κατηγορούμε, γιατί πιθανόν δε δώσαμε σε κάποιο θέμα την απάντηση που θέλαμε να δώσουμε. Το άγχος πρέπει να μετριάζεται για να μη μας επηρεάζει αρνητικά και η ψυχική και πνευματική μας ηρεμία πρέπει να ισορροπούν. Δε χρειάζεται να διαβάζει κανείς ακατάπαυστα , απαιτείται μόνο σωστός τρόπος και μεθοδικότητα. Μια ήρεμη βόλτα στον καθαρό αέρα είναι ό,τι πρέπει για να μας χαλαρώσει και να καθαρίσει το μυαλό μας απ’ ό,τι μας φορτίζει αρνητικά.