Η αξία της προφορικής ιστορίας

Μέσα στους αιώνες, η ιστορία ως επιστημονικός κλάδος έχει προοδεύσει αξιοποιώντας και εξελίσσοντας τόσο τις μεθόδους της όσο και τον τρόπο επεξεργασίας του διαθέσιμου υλικού. Οι καταιγιστικές ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελέσθηκαν μέσα στους αιώνες κατέστησαν σαφή την ανάγκη καλλιέργειας την προφορικής ιστορίας, δηλαδή την άντληση της αλήθειας μέσω καταγραφής προφορικών μαρτυριών.
oral history
Η προφορική ιστορία, ως μέθοδος άντλησης της ιστορικής αλήθειας, εντοπίζει τις απαρχές της στο αρχαίο παρελθόν. Ήθη και έθιμα, αξιομνημόνευτα γεγονότα πέρασαν στην ιστορία των λαών από στόμα σε στόμα, πριν καν ακόμη ανακαλυφθεί η γραφή. Τα ομηρικά έπη μέσω της προφορικής παράδοσης ρίζωσαν για πολλούς αιώνες στη συνείδηση του ελληνισμού. Αλλά και οι πρωτεργάτες της ιστορικής σκέψης, εκείνοι που τη θεμελίωσαν, δεν παρέμειναν στην απλή αφήγηση και καταγραφή των γεγονότων σε γ’ ενικό, αλλά διακόπτοντας την αφήγηση, παρέθεταν λόγους των ίδιων των πρωταγωνιστών, σαν να ήταν οι ίδιοι παρόντες στα τεκταινόμενα. Η συνήθεια αυτή συναντάται αρχικά στον Ηρόδοτο, εντοπίζεται κυρίως στο έργο του Θουκυδίδη και λειτουργεί ως παράδοση παγιωμένη πια στο έργο του Ξενοφώντα. Σαράντα- μία «δημηγορίες» απαντώνται μάλιστα στο έργο του Θουκυδίδη με κορυφαία τον δραματικό διάλογο ανάμεσα σε Αθηναίους και Μηλίους (5.85-116). Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ιστορικοί όπως ο Σαλλούστιος, ακολουθούν πιστά την παράδοση των κλασικών.

Η σύγχρονη μέθοδος, βέβαια, διαφέρει από εκείνη της αρχαιότητας. Ο αρχαίος ιστορικός καλούνταν να «αναπλάσει» τα λόγια των πρωταγωνιστών όπως εκείνος νόμιζε ότι θα είχαν λεχθεί ή όπως πίστευε ο ίδιος ότι θα ταίριαζε στο χαρακτήρα και στους σκοπούς τους έργου του.  Άλλωστε, οι λόγοι αυτοί ήταν ρητορικά κατασκευάσματα, ένα είδος άσκησης μέσω της οποία θα αναδεικνύονταν η ρητορική δεινότητα του ιστορικού. Αντιθέτως, ο σύγχρονος επιστήμονας τοποθετεί στο κέντρο της έρευνας τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που βίωσαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα ως αυτόπτες μάρτυρες. Η σύγχρονη αυτή προσέγγιση θέτει στο κέντρο την εξομολόγηση όχι του πολιτικού ή του στρατιωτικού- πολλές φορές προστατευμένου από το μένος των γεγονότων- αλλά του στρατιώτη, του πρόσφυγα, της μάνας, ανθρώπων λαϊκών που βίωσαν τα δεινά και που η ιστορία άφησε επάνω τους ανεξίτηλο το σημάδι της. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, ως πρωτογενές υλικό μια άμεση πηγή.

Η νέα αυτή επιστημονική προσέγγιση γεννήθηκε στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Η παραδοσιακή αφήγηση που επικρατούσε μέχρι τότε ήταν αδύναμη να αποδώσει και να αποτυπώσει μέχρι τότε τις λεπτές αποχρώσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων και των ταραγμένων δεκαετιών 1920-1960. Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας. Ο ιστορικός έχει στη διάθεση του το μαγνητόφωνο και τη βιντεοκάμερα. Του δίνεται η δυνατότητα να καταγράψει τη φωνή των πρωταγωνιστών, να αποτυπώσει το βλέμμα και τη γλώσσα του σώματος, να ανιχνεύσει την αγωνία, τη συγκίνηση, τον πόνο. Τρίτον, διότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται διάθεση των ίδιων των πρωταγωνιστών να εξομολογηθούν τα βιώματα τους και να εξωτερικεύσουν τις εμπειρίες τους, απαλλαγμένοι ίσως από το φόβο του στιγματισμού, της καταγγελίας ή της δίωξης.

Η διαδικασία που ακολουθείται χωρίζεται σε τρία στάδια. Αρχικά απαιτείται η κατάλληλη προεργασία από τον ιστορικό, ώστε να έχει γνώση της ταυτότητας του συνεντευξιαζόμενου και του κοινωνικού και ιστορικού υποβάθρου που πρόκειται να συζητηθεί.  Έπειτα ακολουθεί η διαδικασία της συνέντευξης που είτε πραγματοποιείται υπό μορφή ερωταποκρίσεων, είτε αφήνεται ο ίδιος ο αφηγητής να ξετυλίξει το πλέγμα των αναμνήσεων με τον ειδικό να παρεμβαίνει μόνο σε καίρια σημεία. Η συνέντευξη είναι ξεκάθαρο πως δεν πρέπει να λειτουργεί ως ανάκριση, ούτε όμως και χρησιμοθηρικά για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του ίδιου του ιστορικού. Χρειάζεται σαφήνεια στις ερωτήσεις που πρόκειται να απαντηθούν, ακρίβεια, σεβασμός στον άνθρωπο και στην άποψη του ακόμη και αν η άποψη αυτή αντιτίθεται στις αρχές και στις αξίες του ιστορικού. Απαραίτητη είναι και η υπογραφή παραχωρητηρίου από τον συνεντευξιαζόμενο ώστε να δώσει τη συγκατάθεση του για δημοσίευση και επεξεργασία  Το τελευταίο και κρισιμότερο για τον ιστορικό στάδιο, αποτελεί η διαδικασία της απομαγνητοφώνησης. Τον βοηθά να παρακολουθήσει ξανά τη συνέντευξη, να επιμείνει σε σημεία καίρια που ίσως ξέφυγαν της προσοχής, να εξάγει συμπεράσματα και να συσχετίσει τα λεγόμενα του αφηγητή με άλλες πηγές και μαρτυρίες.

Πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν την προφορική ιστορία με βασικό επιχείρημα την έλλειψη αντικειμενικότητας. Θεωρούν πως ακριβώς επειδή πρόκειται για μαρτυρία και κυριαρχεί ο υποκειμενικός χαρακτήρας, ο αφηγητής μπορεί να αποκρύψει βιώματα και εμπειρίες, να κατευθύνεται από πολιτικές ιδεολογίες ή λόγω της περασμένης ηλικίας να έχει ξεχάσει σημαντικά γεγονότα. Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουν, συσκοτίζεται η αλήθεια και υποσκάπτεται η  ιστορική έρευνα. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτή είναι και η γοητεία της ιστορίας. Να μπορεί κανείς μέσα από την προσωπική αφήγηση να διακρίνει την αλήθεια, να εξάγει από το βίωμα την αντικειμενική πραγματικότητα, από το ειδικό να μεταβαίνει στο καθολικό. Άλλωστε, για να εξαχθούν συμπεράσματα δεν αρκεί μια συνέντευξη, αλλά επίπονη προσπάθεια χρόνων και μελέτης.

Στην Ελλάδα, στη συλλογική μνήμη έχουν χαραχθεί οι τραγικές εμπειρίες της μικρασιατικής καταστροφής, του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου. Όσο υπάρχουν ακόμη επιζώντες, η προφορική ιστορία μπορεί να ανθίσει και να καλύψει τα κενά των επίσημων αρχείων, να αποκαταστήσει χαμένες αλήθειες, αποδίδοντας σεβασμό στους αφανείς ήρωες του παρελθόντος.

Ρία Ροροπούλου