Ο Οδυσσέας μέσα μου

Σαν ήμουν παιδί, αγαπούσα τον κόσμο του μύθου, μ’άρεσε να ακούω παραμύθια, για μυθικά τέρατα, δράκους, γενναίους και παράτολμους άνδρες που επιδιώκουν το αδύνατο ή το τουλάχιστον επικίνδυνο, για εξερευνητές που ο πόθος της απάντησης γι’αυτό το γιατί, τους οδήγησε πολύ μακριά, σε νέα σύνορα ή κάποτε, και στο τέλος των οποιωνδήποτε συνόρων …

Μα, περισσότερο, αγαπούσα τον ακαταμάχητα περίεργο, ριψοκίνδυνο και τυχοδιώκτη Οδυσσέα, που το πάθος του για περιπέτειες, η υπομονή και η επιμονή του, τον φέρνουν αντιμέτωπο με υπέρτερες προκλήσεις. Φανταζόμουν και ταυτιζόμουν, λοιπόν, με τον τρομερό Οδυσσέα, που πάλευε διαρκώς με τα θηριωδέστερα τέρατα και που, χάρη στην ευφυία του, κατόρθωνε να τα νικά .

Και ο Οδυσσέας ήμουν εγώ, ο Οδυσσέας μέσα μου, γιατί μέσα μου ζούσε ο ατρόμητος, γενναιόκαρδος ταξιδευτής, ο πολυμήχανος ναυαγός που δεν το έβαζε ποτέ του κάτω..

Τώρα που, καθώς λένε, μεγάλωσα, πια , ο Οδυσσέας, συνειδητοποίησα, κρύβεται κάπου, σε κάποια πτυχή του μυαλού μου τον έχω παραχώσει, σε κάποιο συρτάρι μ΄αναμνήσεις μάλλον, και επιβιώνει χωμένος στην σπηλιά του, με τα όπλα και το νου σε αχρηστία …

Μα,εχτές, στ’αλήθεια δε γνωρίζω το γιατί, ο Οδυσσέας ξύπνησε και πάλι μέσα μου, κραύγασε δυνατά, λέγοντάς μου:  ‘Οχι, δεν έχω χαθεί, δεν έχω πεθάνει, ίσως να γέρασα- εδώ που με καταχώνιασες, βέβαια, μετά από τόσην απραξία, είναι λογικό, όμως ανασαίνω ακόμη, και τα κύτταρα μου ουρλιάζουν για περιπέτεια, για νέες προκλήσεις, για ταξίδια, κατάλαβες, θέλω να βγω από΄δω και να βρω νέους Κύκλωπες, βαρέθηκα εγκλωβισμένος με φύλακες τη λογική και την ενηλικίωσή σου-θέλω να πάω μακριά, πολύ μακριά, ακόμη μακρύτερα απ΄οποιονδήποτε, και να αγναντέψω από ‘κει τον κόσμο!

Τί να του πω; Εχτές, επαναστάτησε ο Οδυσσέας μέσα μου, όρμηξε στους φύλακές μου, τους χτύπησε, τους έδεσε πισθάγκωνα και το΄σκασε, φωνάζοντάς μου, Ώρα για περιπέτεια, ζήτω η περιπλάνηση και το ταξίδι..

Τί να του πω; Ο Οδυσσέας μέσα μου ξεσήκωσε σωστή θύελλα, δίχασε τη λογική, τη σωφροσύνη και την μετριοπάθειά μου, καβάλησε το συναίσθημα και απήγαγε τη σκέψη μου, με το έτσι θέλω!

Τί να του πω; Αχ, αυτός ο Οδυσσέας μέσα μου, που δε φοβάται και τολμά, που δε συμβιβάζεται και ρισκάρει, που δεν οπισθοχωρεί μα απεναντίας, ορμά θριαμβευτικά σαν άγριος ινδιάνος!

Και, σα να μην με είχε κλονίσει αρκετά, την ώρα που έφευγε, μου φώναξε:

<< Μην παριστάνεις τη δειλή,την φοβιτσιάρα, την εφυσυχασμένη- Μάταιο να μου κρύβεσαι και το ξέρεις καλά, Ελένη .

Πέτα τη μάσκα σου, ο Μενέλαος και ο Πάρης, αυτοί οι τόσο ανόητοι, μέσα στην αυταπάτη τους, ποτέ δεν είδαν την μορφή σου

Κάψε τη μάσκα σου, όφελος κανένα να προσπαθείς να κρυφτείς από τη Ζωή,

Και απελευθέρωσε το Θυμό σου, που βρίσκεται αλυσοδεμένος εκεί, στο βάθος, τη Στεναχώρια σου,που βογγά, τη Θλίψη, την Ανασφάλειά σου, άστες να φύγουν Ελένη, ο Τρωικός Πόλεμος τέλειωσε και δεν υπάρχουν ούτε νικητές ούτε και νικημένοι, μόνο μοναχικοί κι απεγνωσμένοι…

Άστες να φύγουν – και κάνε το Θυμό Κατανόηση, τη Θλίψη, Αποδοχή, την Ανασφάλειά σου , Εμπιστοσύνη, Εμπιστοσύνη ακέραιη για την Ζωή, Ελένη!

Κεπελιάν Ελένη