Η αφόρητη ησυχία της νύχτας μου προκαλεί δυσφορία. Το μυαλό μου αρνείται να σωπάσει. Στριφογυρίζω. Κλείνω τα μάτια μα δεν μπορώ να ξεκουραστώ. Τα ανοίγω, τα κλείνω, τα ξανανοίγω. Αυτό το περίεργο όνειρο τάραξε τις αισθήσεις μου, προκάλεσε την καρδιά μου να χτυπήσει πιο δυνατά. Παρέμεινα μουδιασμένη με τα μάτια μου ανοιχτά κοιτάζοντας το φως που έπεφτε από το παράθυρο στον καθρέφτη του δωματίου μου.
«Μα τι όνειρο» σκέφτηκα σχεδόν δυνατά.
Βρίσκομαι ανάμεσα σε ερείπια, σε μισογκρεμισμένα σπίτια και κτίρια. Το χρώμα του ονείρου άχρωμο, γκρι, μουντό. Μια βόμβα σκάει δίπλα μου αλλά δεν με νοιάζει… Προχωράω. Αναζητώ ανθρώπους μα κανείς δεν υπάρχει γύρω μου. Λίγα μέτρα πιο κει ακούω φωνές. Έρχονται από την άκρη της πόλης και το βήμα μου γοργό φτάνει εκεί. Ένας μεγάλος τοίχος ήταν μπροστά μου. Ένα βήμα στο πλάι και η εικόνα καθαρίζει. Άνθρωποι αγκαλιασμένοι, γονείς, παιδιά, γιαγιάδες και παππούδες ενωμένοι. Κάποια παιδιά είναι χτυπημένα, κάποια κλαίνε κρατώντας τα ματωμένα αρκουδάκια τους.
Μόνο εγώ ακούω την έκκληση βοήθειας, δεν υπάρχει κανείς άλλος μαζί μου. Είμαι ακίνητη στη θέση μου, ανήμπορη να κάνω κάτι. Ξαφνικοί πυροβολισμοί και οι εκρήξεις γίνονται περισσότερες. Ένας ηλικιωμένος σιγοτραγουδά έναν αμανέ, βαρύ, γεμάτο πόνο που σείει τη γη. Άξαφνα μεταφέρομαι δίπλα σε μια απέραντη θάλασσα. Μια θάλασσα αλλιώτικη, κόκκινη, σαν πληγή που συνέχεια ματώνει. Περιφέρω το βλέμμα μου γύρω αναστατωμένη. Παντού αναίσθητα κορμιά παιδιών, μωρών και μεγάλων. Βρέχομαι, τα ρούχα μου βάφονται, γίνονται κόκκινα κι αυτά.
Προσπαθώ να τα τραβήξω στη στεριά μα μάταια. Ανασηκώνω ένα παιδί, περίπου 12 χρονών. Τα χέρια μου κοκκίνησαν κι εκείνα. Το αγκάλιασα να πάρει ανάσα και ψιθυριστά μου είπε «ο κόσμος είναι άδικος τελικά. Τα όνειρα πεθαίνουν, δεν πραγματοποιούνται. Ποια θα είναι τώρα η πατρίδα μου; Ποια τα παιχνίδια μου και ποιοι θα είναι οι φίλοι μου και το κορίτσι μου; Ποιον πείραξα γνωρίζεις; Φοβάμαι και κάνει τόσο κρύο εδώ.» Κλαίει και εγώ κοιτάω στον ουρανό, να ψάξω το θεό, να ψάξω το δίκιο.
Η αναδρομή του ονείρου με τινάζει από το κρεβάτι με κομμένη την ανάσα. Ανοίγω τον υπολογιστή για να αλλάξω εικόνες, να ξεχαστώ. Το διαδίκτυο αρνείται να ανοίξει τις σελίδες του.
«Η Τουρκία βομβαρδίζει τη Συρία» είναι η πρώτη είδηση στο Google. Η Συρία φλέγεται ξανά. Ο πόλεμος ασταμάτητος. Άμαχοι τρέπονται ξανά σε φυγή. Προσπαθούν να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται: την ψυχή τους, το σπίτι τους, την ζωή τους, την ιστορίας της φυλής τους, τα πιο αγαπημένα τους αντικείμενα. Η ροή των ειδήσεων δείχνει όλο και περισσότερες εικόνες μανάδων και παιδιών τραυματισμένων και γεμάτων φόβο.
Τα κοινωνικά δίκτυα παγκοσμίως γεμίζουν με μηνύματα συμπαράστασης, οργής, προσευχής, αγανάκτησης για το προσφυγικό που ανοίγει πόρτες ξανά προκαλώντας αναταραχή στις χώρες της Ευρώπης. Τα αναπάντητα ερωτήματα, τα αναπάντητα «γιατί» στα αθώα βλέμματα των παιδιών και των αμάχων, που καλούν για βοήθεια και οι Μ. Δυνάμεις την αρνούνται, καθρεφτίζονται στα συντρίμμια που αφήνουν πίσω τους.
Άφησα την εν συναίσθησή μου να αφουγκραστεί την ψυχή τους, να βιώσει τα γεγονότα προσεκτικά και να δει έξω από τα όρια του απλού θεατή. Ταξίδεψα πίσω στο πρόσφατο παρελθόν, φέρνοντας στην μνήμη μου τις πολυάριθμες εγκληματικές ενέργειες εναντίον των ανθρώπων, τις άδικες εκτελέσεις και τους κενούς ανθρώπους που σκοτώνουν χωρίς λογική ακόμα και αθώα παιδιά, αλλά και σε εκείνους που εγκληματούν εις βάρος τους με τον οποιονδήποτε τρόπο. Είδα ξανά τα νεκρά σώματα των παιδιών του ονείρου μου, ξεβρασμένα στις ακτές χωρίς αγκαλιά πια, χωρίς οικογένεια, χωρίς γονείς, χωρίς την ελπίδα του «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω».
Αναρωτήθηκα: «Ποιος μπορεί να μένει ασυγκίνητος, μπροστά στα αθώα, γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα, παιδικά βλέμματα»;. Τα σημάδια που μένουν ανεξίτηλες πληγές στον παιδικό ψυχισμό είναι εκείνα των πολέμων και της επιθετικής του προδιάθεσης. Η εμπόλεμη επιθετικότητα αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στους ανθρώπους και ιδιαίτερα στον παιδικό ψυχισμό περισσότερο από μια έντονη ενδοοικογενειακή κατάσταση. Ο ξεριζωμός από μέρη που αγάπησες, φοβήθηκες, έκλαψες, χάρηκες, έζησες, από μέρη που έχασες τα όνειρα σου βίαια, στιγματίζει την ψυχή σου μια ολόκληρη ζωή.
Η αγωνία όμως που βιώνει η ψυχή ενός μικρού παιδιού, εγκλωβισμένη στο μικροσκοπικό κορμάκι του, που δεν ζει την ανεμελιά της ηλικίας του, ενισχύει τον φόβο και την ανασφάλεια για την καινούργια ζωή που ανοίγεται μπροστά του. Η ευτυχία του μπερδεύεται με την ανεμελιά και την πρόωρη ωριμότητα και χρειάζεται τη βοήθεια, τη θαλπωρή και την αλληλεγγύη των ανθρώπων που θα τα αγαπήσουν και θα τα διδάξουν πως να εμπιστευτούν και να αγαπήσουν τον κόσμο ξανά.
Όσο ρόδινα και να φαντάζουν όλα, η μικρή αυτή ψυχή έχει ανάγκη να βρει τρόπο να εκφράσει όλα τα κατατρεγμένα συναισθήματα που ποτέ κανείς δεν θα κατανοήσει, ούτε θα καταλάβει, αλλά θα φοβηθεί και θα απομακρυνθεί. Το κάλεσμα της μνήμης μόνο, θα’ ναι παρόν στα μοναχικά ταξίδια και την εσωτερικότητα τους όσο άνετα κι αν νιώθουν, όσο κι αν τους αγκάλιασε ζεστά η ίδια η ζωή στο πέρασμα των χρόνων.
Σήμερα, σε έναν μικρό απολογισμό σχετικά με παιδιά-θύματα πολέμου, παρατηρούμε πως δύο εκατομμύρια παιδιά σκοτώθηκαν σε πολεμικές αναμετρήσεις κατά την τελευταία εικοσαετία, ενώ 20 εκατομμύρια έζησαν σε στρατόπεδα περίθαλψης προσφύγων ή εγκαταλείφτηκαν και πολλά ασυνόδευτα αφού έχασαν, μέσα στον πανικό του πολέμου τις οικογένειές τους. Πίσω από τις μεγάλες βλέψεις επεκτατισμού τα δικαιώματά των παιδιών όπως: η υγεία, η ανάπαυση, η σωστή διαβίωση και ανάπτυξη, η ψυχική ασφάλεια, το δικαίωμα στη ζωή, στη γνώση και στα όνειρα, ανήκουν απλά σε μικρολεπτομέρειες, στα ψιλά γράμματα.
Από μικρή ήξερα πως, για να βλέπω ευτυχισμένα παιδιά με χαμόγελα στα χείλια τους που θα χαρίζουν αγκαλιές χωρίς να φοβούνται να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, που θα βλέπουν τη φωτογραφική μηχανή, όχι ως όπλο, αλλά ως φακό που αποτυπώνει στιγμές ξεγνοιασιάς και πολύ γέλιου, έπρεπε να γίνω δασκάλα. Και όταν χάνουν το δικό τους χαμόγελο να τους δίνω εγώ το δικό μου.
«Δεν αντέχω άλλες φωτογραφίες με παιδιά που πονάνε και κλαίνε» είπα με υγρά τα μάτια μου και ονειρεύτηκα ένα κόσμο, μια οδό ονείρων, όπου τα παιδιά κρύβονται μόνο όταν παίζουν, γελούν και το βράδυ βλέπουν ουράνια τόξα και γλυκά στον ύπνο τους και όχι έρημα τοπία, βόμβες, πυροβολισμούς και ματωμένα παιχνίδια.
Γιατί μόνο όταν υπάρχουν παιδιά η ελπίδα μπορεί να κρατηθεί σε αυτό τον γεμάτο αδιαφορία κόσμο…
Και η ζωή… συνεχίζεται…
Μαριαλένα Βιλλιώτη