Η μυρωδιά της κανέλας που δραπέτευσε από το φούρνο του κυρ- Γιάννη, του γλυκύτατου φούρναρη της γειτονιάς μου, χαϊδολόγησε την όσφρηση στέλνοντας επικίνδυνα μηνύματα για να καμφθούν και οι τελευταίες αντιστάσεις, πριν μπω στον πειρασμό και καταλύσω για άλλη μια φορά τούτη την εβδομάδα το πρόγραμμα διατροφής. Μπήκα σχεδόν υπνωτισμένη μέσα στο φούρνο αφήνοντας τη ματιά να πλανηθεί σαν λαγωνικό σε όλα τα καλούδια που είχαν αραδιαστεί στους πάγκους, μέχρι να εντοπίσω την αιτία της εισόδου μου για την επικείμενη παρασπονδία. Λαχταριστά, αχνιστά, μοσχοβολιστά, τετράγωνα κομμάτια, κάτι ανάμεσα σε φανουρόπιτα και σταφιδόψωμο πρόβαλαν μπροστά μου και ζητούσαν την προσγείωσή τους στον ουρανίσκο, που είχε αφηνιάσει. Ζήτησα ευγενικά και με πονηράδα κρεμάμενη στα χείλη να μου βάλουν μερικά από αυτά σε ένα μικρό κουτάκι, τονίζοντας με έμφαση τη λέξη μικρό, ως άφεση στη γευστική αμαρτία που οσονούπω θα κατάφερνα. Η ευγένεια παρέμεινε μέχρι να καταβάλω τον οβολό μου, γιατί βγαίνοντας έξω ξέχασα τα σικ και τα τρεσίκ και βρέθηκα να βουτάω λαίμαργα, ένα τεράστιο ομολογώ για τα δικά μου δεδομένα κομμάτι.
Η πρώτη μπουκιά με τύλιξε ονειρικά και άρχισε να με ταξιδεύει σε εποχή αγαπημένη, ζυμωμένη με την παρουσία της γιαγιάς μου, της κυρα-Λάμπραινας, ξακουστής μαμής στην περιοχή της Ηλείας, που τα μαγικά της χέρια με τρόπο βελούδινο δημιουργούσουν ξελιγούρια για τ’ ασκέρι της και τη γειτονιά, που κρεμόταν ανυπόμονα στο χτιστό φούρνο για το φίλεμα. Βάδιζα αργά και σκεφτόμουνα τη γεύση εκείνη την παιδική που ακροβατούσε στο μυαλό μου. Μπαίνοντας στο σπίτι, έτρεξα ολοταχώς για τα κιτάπια μου ανασύροντας τη συνταγή της μπουγάτσας της, τραγανιστό, ψωμένιο γλυκάκι, που καταλάμβανε περίοπτη θέση στα γλυκοτσουκαλίσματα της. Δεύτερη σκέψη δεν υπήρξε. Ρούχα οικοκυρικά, λεκάνη βαθιά και στη σειρά τα υλικά. Ήθελα να γευτώ πάλι εκείνη τη χαμένη αίσθηση που μου πρόσφερε το ταπεινό γλυκό της, γεύση που δεν ξαναβρήκα, όπου κι αν τη γύρεψα. Σας τη χαρίζω με αγάπη, όπως θα έκανε κι εκείνη, για τις μέρες που αναζητάτε την τρυφεράδα μιας άλλης εποχής, δωρίζοντας με το ανακάτεμα των υλικών τη ζεστασιά της ψυχής της.
Υλικά
1 κιλό αλεύρι
1 ποτήρι του νερού λάδι
1και 1/2 ποτήρια του νερού ζάχαρη
1 ποτήρι νερό
1 κ. γλυκού σόδα
1 κ. γλυκού μπέικιν
κανελογαρίφαλα τριμμένα (1 και ½ κ. γλυκού κανέλα και 1/2 κ. γλυκού γαρίφαλο)
Εκτέλεση
Βάζω το λάδι να κάψει σε μέτρια φωτιά. Κοσκινίζω το αλεύρι ρίχνοντας το στη φαρδιά λεκάνη. Με τα χέρια μου ανοίγω μια λακκουβίτσα στη μέση και ρίχνω το λάδι, μόλις ζεσταθεί. Τρίβω το αλεύρι με το λάδι μέχρι να έχω ένα ομοιογενές μείγμα. Αφού ανακατευτεί όλο, ξανακάνω μια λακκούβα στη μέση και ρίχνω τη ζάχαρη που έχω διαλύσει σε χλιαρό νερό, τη σόδα, το μπέκιν και τα υπέροχα κανελογαρίφαλα. Ζυμώνω με αγάπη και πασπατεύω μέχρι να έχω ζύμη μαλακή. Τη στρώνω σε ελαφρά λαδωμένο ταψί, την κεντώ τρυπώντας τη μαλακά με ένα πιρούνι και ψήνω στους 180ο C για περίπου μία ώρα.
Μόλις ροδοκοκκινίσει, είναι έτοιμη προς βρώση. Την αφήνω λιγουλάκι να κρυώσει και αφού ετοιμάσω καφεδάκι, πιάνω αγαπημένη γωνιά και απολαμβάνω τη μπουγάτσα της κυρα-Λάμπραινας, παρέα με την οικογένειά μου ή καλούς φίλους.
Εύχομαι καλή επιτυχία!!!!
Σας φιλώ με αρώματα άλλης εποχής γεμάτα κανέλα και γαρίφαλα
♥Σημείωση: Αν χρειαστεί νερό συμπληρώνω, μέχρι να έχω μία μαλακή ζύμη που να πλάθεται.
Μαριάνθη Παπάδη, η νικήτρια του διαγωνισμού άρθρου