Στις 17 Μαΐου του 1907 ο αρχαιολόγος και διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Βαλέριος Στάης, υπεύθυνος για την επεξεργασία αρχαιολογικών ευρημάτων στο ναυάγιο που βρέθηκε το 1900 ανάμεσα στα Κύθηρα και την Κρήτη, ανακαλύπτει ανάμεσα στα ευρήματα, έναν οδοντωτό τροχό με επιγραφές σε αστρονομικούς όρους. Το εύρημα κινεί την περιέργειά του και ξεκινά ένα ιστορικό ταξίδι προς αναζήτηση όλων των στοιχείων που θα βοηθούσαν στην κατανόηση του αρχαίου αυτού μηχανισμού.
Διεθνής αναγνώριση από τις ΗΠΑ έρχεται για αυτόν τον αρχαιολογικό θησαυρό της Ελλάδας, τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Ο Αμερικάνικος Σύλλογος Μηχανολόγων Μηχανικών (ΑSME) ανακήρυξε τον Μηχανισμό ως Ιστορικό Ορόσημο Μηχανολογικής Ανάπτυξης, αναγνωρίζοντας την εξαιρετική σημασία του στην ιστορία και στην εξέλιξη της μηχανολογικής επιστήμης και τεχνολογίας. Η επίσημη απονομή της τιμητικής πλακέτας θα πραγματοποιηθεί την επόμενη Τετάρτη, 26 Ιουνίου στην κεντρική αίθουσα του Βωμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Μέχρι σήμερα ο πολύπλοκος μηχανισμός προβληματίσει και συναρπάσει πολλούς ιστορικούς της επιστήμης δεδομένου ότι χρονολογείται αρκετά χρόνια πίσω από την ανακάλυψη του ναυαγίου, κοντά στο 87 με 63 π.Χ. Ο μηχανισμός είναι φτιαγμένος από χαλκό, τοποθετημένος μέσα σε ξύλινο πλαίσιο, και βρέθηκε σε βάθος 60 μέτρων από σφουγγαράδες σ’ ένα ναυάγιο κοντά στα Αντικύθηρα, μαζί με αγάλματα, όπως ο γνωστός Έφηβος. Αποτελούσαν πολύτιμα αντικείμενα, που μετέφερε ρωμαϊκό πλοίο από τη Ρόδο στη Ρώμη επί εποχής Ιουλίου Καίσαρα κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.
Έχει γίνει παγκόσμια αποδεκτό πως είναι ο πρώτος υπολογιστικός μηχανισμός που δημιουργήθηκε αφού λειτουργεί σαν ένας αναλογικός υπολογιστής των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων. Ως εκ τούτου αποτελείται από δεκάδες οδοντωτούς τροχούς μεγάλης ακριβείας, που περιστρέφονται γύρω από πολλούς άξονες, όπως συμβαίνει σήμερα στα μηχανικά ρολόγια. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να κατανοήσουν την “καταγωγή” του υποστηρίζοντας πως συσκευή αυτή θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί από τον ρόδιο αστρονόμο Γέμινο στη Σχολή του Απολλωνίου στη Ρόδο (δημοσίευμα στο περιοδικό Scientific American το 1959 από τον καθηγητή του Yale, Derek De Solla Price-φυσικός και ιστορικός της επιστήμης). Δυστυχώς η πρόταση απορρίφθηκε από τους αρχαιολόγους της εποχής, δεδομένου ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά όχι και την απαιτούμενη πρακτική τεχνολογία για μια τέτοια κατασκευή. Παρόλα αυτά ο Βρετανός καθηγητής 15 χρόνια αργότερα δημοσίευσε όλα του τα ευρήματα γύρω από τον μηχανισμό, στο σύγγραμμα “Gears from the Greeks: The Antikythera Mechanism – A Calendar Computer from ca. 80 BC.” στο οποίο μάλιστα είχε την υποστήριξη του πυρηνικού κέντρου “Δημόκριτος” και του πυρηνικού φυσικού Χαράλαμπου Καράκαλου, με τον οποίον συνεργάστηκαν στενά επί πολλά χρόνια, στη ραδιοφωτογράφηση του μηχανισμού με ακτίνες Γ και Χ.
Πλέον γνωρίζουμε πως ο αρχαιότερος “υπολογιστής” αποτελείται 30 οδοντωτούς τροχούς οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από 10 άξονες. Η λειτουργία του μηχανισμού κατέληγε σε τουλάχιστον 5 καντράν, με έναν ή περισσότερους δείκτες για το καθένα. Έχουν επίσης μεταφραστεί αρκετές από τις επιγραφές που υπήρχαν στις πλάκες οι οποίες είχαν ρόλο “εγχειριδίου” για την λειτουργία του μηχανισμού. Η επικρατέστερη σύγχρονη άποψη υποστηρίζει πως η συσκευή έδειχνε τη θέση του ήλιου και της σελήνης καθώς και μπορούσε να εμφανίσει τις εκλείψεις ηλίου και σελήνης βασιζόμενος στον βαβυλωνιακό κύκλο του Σάρου. Τα καντράν του απεικόνιζαν επίσης τουλάχιστον δύο ημερολόγια, ένα ελληνικό βασισμένο στον Μετωνικό κύκλο και ένα αιγυπτιακό, που ήταν και το κοινό “επιστημονικό” ημερολόγιο της ελληνιστικής εποχής.
Οι επιστήμονες μέχρι και σήμερα, 115 χρόνια μετά, εξακολουθούν να επεξεργάζονται τα στοιχεία της συσκευής προσπαθώντας να κατανοήσουν την λειτουργία του, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2016 στο Κρατικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής της Μόσχας έλαβε χώρα μία σημαντική έκθεση για την χώρα μας, με κύριο έκθεμά της ένα ακριβές αντίγραφο του Μηχανισμού από ορείχαλκο σε φυσικό μέγεθος (32x12x20cm). Φυσικά πολλά αντίγραφά του βρίσκονται σε δεκάδες μουσεία ανά τον κόσμο και αποδεικνύουν την βαθύτατα, πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
Β.Κ. & Αλεξάνδρα