Το γνωρίζουμε όλοι ως κατεξοχήν αμερικάνικο ένδυμα το οποίο αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο ρούχο σε όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως ηλικίας και γούστου. Είναι ίσως το μοναδικό ένδυμα που δεν παραλείπεται σε καμία γκαρνταρόμπα και μέχρι σήμερα, οι εταιρείες χονδρικής πώλησης ενδυμάτων δίνουν τεράστια σημασία κάθε χρόνο σε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής σε jeans.
Η ιστορία του, ωστόσο, είναι τόσο παλιά όσο παλιά είναι και η ίδια η Αμερική αφού ο Χριστόφορος Κολόμβος το 1492 φαίνεται να έφτασε στον Νέο Κόσμο με καραβόπανα από το ίδιο ύφασμα στις καραβέλες του, Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία. Βέβαια χρειάστηκαν τρεισήμισι αιώνες περίπου ώστε το ύφασμα αυτό να δώσει σχήμα και ζωή στην νέα αμερικάνικη λατρεία των blue jeans και δημιουργός τους θεωρείται ο βαυαρικής καταγωγής Levi Strauss.
Ένας εικοσάχρονος μετανάστης από την Γερμανία που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων με ένα μικρό απόθεμα υφασμάτων της επιχείρησης του αδερφού του. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για να κατασκευάζουν οι ναυτικοί σκηνές και σκέπαστρα για τα βαγονέτα τους. Σύντομα όμως το επιχειρηματικό μυαλό του συνειδητοποίησε πως αυτό που χρειάζονταν περισσότερο οι πελάτες του ήταν ανθεκτικά ρούχα για να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης. Έτσι ξεκίνησε να μετατρέπει το ανθεκτικό αυτό ύφασμα σε παντελόνια και ολόσωμες φόρμες, με τα πρώτα να γίνονται ανάρπαστα από τον πάγκο του, στις 6 Ιουνίου του 1950. Η ονομασία που τους έδωσαν οι Αμερικάνοι οφείλεται στην γενοβέζικη καταγωγή τους -από το τζένοαν γεννήθηκε για συντομία η λέξη τζιν-και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία άλλη συνώνυμη του μοναδικού αυτού υφάσματος.
Όσο περισσότερο πωλούσε ο Levi τόσο αυξάνονταν και οι απαιτήσεις του κόσμου, το ύφασμα ήταν σκληρό και προκαλούσε συχνά ερεθισμούς στο δέρμα και οι τσέπες σκίζονταν πολύ εύκολα. Για να ξεπεράσει μερικές από τις δυσκολίες ο Levi έπρεπε να βρει ένα χέρι βοηθείας. Το βρήκε στο πρόσωπο του Jacob Davis, ένας από τους πιο πιστούς πελάτες του προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Για να μπορέσουν να λύσουν το πρόβλημα των ερεθισμών εισήγαγαν το γαλλικό βαμβακερό ύφασμα, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν Serge de Nimes κι έγινε γνωστό ως ντένιμ. Ενώ για τις μη ανθεκτικές τσέπες τη λύση έδωσε ο Jacob βάζοντας στα blue jeans τις μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά.
Κάπως έτσι τα πρώτα ολοκληρωμένα blue jeans πουλήθηκαν στην αγορά στις 20 Μαϊού του 1974 για 13 δολάρια η δωδεκάδα. Τα πρώτα ήταν στο φυσικό χρώμα του υφάσματος, το μπεζ, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 βέβαια, το χρώμα μπλε είχε πάρει την θέση του, επειδή λερωνόταν λιγότερο εφόσον το ένδυμα ήταν κατεξοχήν ρούχο εργασίας. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η εταιρία Levi Strauss & Co, η οποία είχε ιδρυθεί από το 1853 δημιουργώντας αποκλειστικά jeans, χρησιμοποίησε αυτή την παράσταση για να διαφημίσει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της. Το ύφασμα όταν πρωτοεμφανίστηκε είχε την τιμητική του ακόμα και στις Παριζιάνικες πασαρέλες και φορέθηκε όσο κανένα άλλο ρούχο τόσο πολύ μέσα στους αιώνες.
B.K.