Γράμμα στον εαυτό μου

Η ώρα έδειχνε περασμένες 4, όταν τελικά αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τα μάτια της ανοιγόκλειναν συνέχεια από την ώρα που χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Η νύχτα ήταν κρύα και η φωτιά από το τζάκι ζέσταινε το δωμάτιο. Άφησε αργά και σιγά στην άκρη την κουβέρτα, για να μην ξυπνήσει ο Άρης που κοιμόταν ήσυχος δίπλα της μετά από μια δύσκολη μέρα.
Φόρεσε το πιο ζεστό φούτερ της και αθόρυβα γλίστρησε μέσα στο μπάνιο…
Το φως ήταν σχετικά χαμηλό και μια αίσθηση χαμομηλιού κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα.


Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η όψη της έδειχνε κουρασμένη, όπως κάθε τι στο σώμα της. Έριξε λίγο ζεστό νερό στο προσωπό της, έπιασε τα μαλλιά της μια ψηλή κοτσίδα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ντουλάπι με το ημίγλυκο κρασι και άδειασε όσο είχε μείνει στο αγαπημένο της ποτήρι.
Ήπιε λίγο με τα μάτια κλειστά λες και ήταν φάρμακο..
Έσυρε τα πόδια της στο ξεχασμένο φως του γραφείου της. Ο εαυτός της έκανε την αντανακλασή του στο γυάλινο φόντο του. Έψαξε το συρτάρι για το μεγάλο κόκκινο τετράδιο και πήρε τον πρώτο στυλό που βρήκε μπροστά της.
Οι σκέψεις της ξεχύθηκαν στο χαρτί σαν αγρίμι πληγωμένο μετά από μάχη.


«Αγαπημένε μου εαυτέ,
Το ρολόι του γραφείου μου δείχνει 5:30 το πρωί ακριβώς ούτε λεπτό παραπάνω ούτε λεπτό παρακάτω. Έβαλα και κρασί, για να σε κεράσω…να τα πούμε οι δυο μας. Τώρα που το σκέφτομαι δεν έχουμε μιλήσει και ποτέ. Πάντα μιλούσα στους άλλους για σένα αλλά ποτέ σε εσένα τον ίδιο. Έλεγα πως έχω θέματα, αγωνίες, ζητήματα με μένα αλλά ήταν λες και σε είχα θάψει στα άδυτα του μυαλού μου, λες και δεν υπήρχες, λες και το σπίτι σου δεν είναι εδώ. Εδώ και δύο μέρες, λοιπόν, σε ψάχνω να σε βρω. Έχω ανάγκη να σου μιλήσω κι ας έχω δάκρυα στα μάτια μου. Πρέπει να σε αντιμετωπίσω κατάματα, να σου δικαιολογηθώ που έχω αδιαφορήσει για σένα αφήνοντας σε  φυλακισμένο σαν τον δεσμώτη στο σπήλαιο του Πλάτωνα να με παρακολουθείς απομακρυσμένος σαν σκιά. Αλλά τι σου λέω; σε είχα στην απ’ έξω.. Ίσως σε θεωρούσα τόσο δεδομένο παρόλο που μου έδειχνες τα σημάδια…το σπίτι σου σταθερά το γκρέμιζα…
Άφησα τοξικούς ανθρώπους να σε κάνουν παρέα, σε τραυμάτισα σε αναλώσιμες καταστάσεις. Σε πίεσα να δεχτείς συνθήκες που δεν σου ταίριαζαν και έρωτες που σε συρρίκνωναν λεπτό το λεπτό..
Έβαλα λίγο κρασί ακόμα…δεν λέγονται αυτά με καθαρο μυαλό και άμυνα.. Σου χτυπώ να μου ανοίξεις αλλά με φοβάσαι το νιώθω. Νιώθεις αδύναμος να υπερασπιστείς τη θέση σου, να βγεις μπροστά να με κρίνεις. Για ένα περίεργο λόγο έχεις ασπίδες προστασίας. Χτίζεις γέφυρες, για να έρθεις πιο κοντά μου και τις γκρεμίζω και ξαναρχίζεις από την αρχή απτόητος, για να πιάσεις επιτέλους το χέρι μου και να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου και τα όριά σου. Να σταθείς μπροστά μου υπενθυμίζοντας μου την παρουσία σου και να ξεγυμωθείς μπροστά μου να σε δω στο φως και όχι στο σκοτάδι σου.
Για σένα δεν μάλωσα ποτέ με κανέναν.
Γινόμουν έρμαιο πιόνι στα χέρια άλλων, για να ευχαριστήσω τους εαυτούς τους και σενα σε παραγκώνιζα, υποτιμούσα την αξία σου, άδειαζα την ψυχή σου με θράσος.
Σήμερα είσαι ανήσυχος και δεν με αφήνεις να κοιμηθώ. Έριξες το μελάνι σου, για να σε προσέξω.
Θέλω τόσο να σ’ αγκαλιάσω κι ας τρέμεις κι ας αμφισβητείς τις προθέσεις μου κι ας μας χωρίζουν μίλια..
Προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου χωρίς εσένα, εκατομμύρια φορές. Νόμιζα πως αν αλλάξω εγώ θα με εμπιστευτείς και εγώ θα εμπιστευτώ ξανά τη ζωή και τους ανθρώπους που αγαπούν και σένα και μένα… Σε κόλλησα σε μια ταπετσαρία του παρελθόντος, για να είμαστε πιο ασφαλείς αλλά έκανα λάθος.
Σου γράφω,γιατί με ξέρεις…τα προφορικά πάντα τα αντιπαθούσα…μου προκαλούσαν απίστευτο πανικό…
Προσπαθείς να με φτιάξεις αλλά εγώ επιμένω να σε απωθώ, να σε υποβαθμίζω…
Ξέρω ότι με ακούς πίσω από την κλειδωμένη σου πόρτα να αγωνιώ για την αντίδραση σου.
Συγγνώμη εαυτέ μου για όσα σου προκαλώ.
Συγγνώμη που δεν σε έβαλα ποτέ σε προτεραιότητα.
Συγγνώμη που σε ξόδεψα και σε φυλάκισα.
Συγγνώμη που ταλαιπωρώ το σπίτι σου που με κουβαλάει.
Συγγνώμη που σε γεμίζω με σκουπίδια και ενοχές.
Συγγνώμη που σε στρίμωξα σε προβληματικές καταστάσεις..μ
Συγγνώμη που δεν σε προσέχω…
Συγγνώμη που δεν σε αγάπησα…
Σου υπόσχομαι ότι θα ψάξω να σε βρω ξανά…
Ξέρω θέλεις χρόνο να με εμπιστευτείς…
Ξεκουράσου…αρκετά έσπασα την καρδιά σου…»
Το στυλό έπεσε πάνω στο γραφείο…το ρολόι σε ένα λεπτό θα έδειχνε 07:00 το πρωί και το ποτήρι άφησε την τελευταία του σταγόνα… Ήταν εξουθενωμένη από την εξομολόγηση της.
Έκλεισε το φως και γύρισε πίσω στο δωμάτιο. Κρύωνε. Τα μάτια της είχαν κοκκινήσει. Τυλίχτηκε στο πουπουλένιο της πάπλωμα και κύλησε στο μαξιλάρι ακούγοντας την ανάσα του αγαπημένου της. Ο ύπνος ήρθε βαθύς και ζεστός. Ο εαυτός της άνοιξε την πόρτα του χωρίς φασαρία και κράτησε το γράμμα της στα χέρια του. Διάβασε δυνατά «Γράμμα στον εαυτό μου (1): Σε ψάχνω».

Μαριαλένα Βιλλιώτη