Μια γλώσσα μα ποιά γλώσσα.

Διαχρονικό ζήτημα και πάντοτε άλυτο ο τρόπος ομιλίας των νέων ανθρώπων. Πάντοτε η αντιμετώπιση είναι η ίδια. Το παιδί μιλάει, κατά τον οποιονδήποτε ενήλικο άνθρωπο και γράφει κάτι, το οποίο θυμίζει τη μητρική του γλώσσα, ακούγεται σαν αυτήν, αλλά την ίδια στιγμή θυμίζει και άλλες γλώσσες του κόσμου, ακόμη και έναν ιδιωτικό, ακαταλαβίστικο, κατά πολλούς, κώδικά επικοινωνίας.

Ενα χάσμα μεταξύ των γενεών δημιουργείται μέσω των διαφορετικών ερεθισμάτων που λαμβάνει ο καθένας από εμάς στη διάρκεια της ζωής του. Εάν αυτά είναι παρόμοια, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν όμως διαφέρουν, τότε παρουσιάζονται επιπλοκές στην καθημερινότητα, όχι επιζήμιες βέβαια.

Η παρακολούθηση ξένων, κατά βάση, τηλεοπτικών εκπομπών, η κατανάλωση προ’ι’όντων με όλο και πιο περίεργα ονόματα, η επιρροή που ασκούν τα διάφορα τηλεοπτικά και κυρίως στη σημερινή εποχή τα διαδικτυακά πρότυπα, επιφέρουν ως αποτέλεσμα έναν άκριτο μιμητισμό, ο οποίος αντανακλάται στον τρόπο έκφρασης ενός νεαρού και μιάς νεαράς. Αντε μετά ο μεγαλύτερος άνθρωπος, ο οποίος δηλώνει ανίδεος εν σχέσει με όλα αυτά να εντοπίσει ένα δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ τους.

Η κινδυνολογία διογκώνεται όταν κανείς αναλογιστεί τα δεδομένα της σχολικής αίθουσας, καθώς μέχρι τώρα η κουβέντα περιοριζόταν στο πλαίσιο, το πολύ πολύ, μιάς γειτονιάς. Εκεί οι μαθητικές συλλογικότητες συνεχίζουν το έργο τους, αναπτύσσοντας τις άμυνές τους απέναντι σε μια στρατιά καθηγητών, οι οποίοι σκύβουν και ιδρώνουν πάνω από όλα τα γραπτά, όταν δούν μια φράση γραμμένη πάνω σε αυτά. Σίγουρα πολλοί θα εύχονται να εκδοθεί λίαν συντόμως κάποιο εγχειρίδιο όπως “Τα καλιαρντά” του Ηλία Πετρόπουλου. Ισως το “Εισαγωγικόν βιβλιάριον εις την Νεοτσογλανικήν διάλεκτον”. Και τί μένει στο τέλος της ημέρας; Η ανεμελιά, η διασκέδαση, για τα παιδιά και μια χούφτα χάπια για τους έρμους τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι μπορεί να μένουν ακόμη και αγάλματα στο άκουσμα μιάς γλωσσικής πρωτοτυπίας. Σιγά σιγά οι μέρες όπου εκνευρίζονταν με το παραμικρό και έσπευδαν να διορθώσουν το σφάλμα βιαίως αρχίζουν να ξεθωριάζουν. (Ο γράφων θυμάται χαρακτηριστικά την περίοδο της φοίτησής του στο γυμνάσιο, όταν μάθαινε τη γαλλική γλώσσα. Λοιπόν, σε μια έκθεση ξέχασε πώς θα έλεγε το “εντάξει” γαλλιστί και κατέφυγε στο πασίγνωστο και παγκοσμίου φήμης Ο.Κ. Τότε η καθηγήτρια, μετά από ένα κράξιμο, περίπου τριάντα δευτερολέπτων μπροστά σε όλη την τάξη, διόρθωσε την εγγλέζικη εύκολή λύση με το ορθόν d’accord!).

Ομως η ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας δεν περιορίζεται στην ομιλία, αλλά επεκτείνεται και στη γραφή. Εκεί κάποιος με ειδικά ενδιαφέροντα μπορεί να οργιάσει, έχοντας μπροστά του όλον αυτό το φόρτο εργασίας που ορθώνεται. Τα λεγόμενα “μαργαριτάρια” των εκθέσεων δεν λείπουν ποτέ και πάντοτε συγκινούν, είτε ευχάριστα είτε δυσάρεστα.Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχουν χωριστεί σε δύο κατηγορίες. Από τη μια έχουμε τις λεγόμενες ανορθογραφίες, μόνιμο πρόβλημα για πολλά παιδιά που φοιτούν στα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Από μικρές απροσεξίες, μέχρι χτυπητά λάθη, αυτές υπάρχουν και ταλαιπωρούν όσους αναλαμβάνουν το καθήκον της διόρθωσης ενός γραπτού. Από την άλλη έχουμε μια κατηγορία “λαθών”, τα οποία συνίστανται στη χρήση ξενικών λέξεων μέσα στο νεοελληνικό λόγο, είτε την ακούσια αντικατάσταση κάποιων γραμμάτων από τα αντίστοιχα, εάν μπορούμε να κάνουμε λόγο για πλήρη αντιστοιχία, ηχητικά τουλάχιστον, του λατινικού αλφαβήτου. Εκεί είναι που σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά και αρχίζει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχουν αυτά στην πορεία του ατόμου και τη γενικότερη υπονόμευση του μέλλοντός του.

Είναι όμως τόσο άσχημα τα πράγματα; Κρίνεται σκόπιμο και υγιές να χρησιμοποιούνται τόσο μελανά χρώματα για την περιγραφή αυτής της κατάστασης; Η ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου νεανικού γλωσσικού κώδικα θεωρείται κάτι το φυσιολογικό. Αποτελεί έναν εσωτερικό μηχανισμό στήριξης και αυτοσυντήρησης οποιουδήποτε, ο οποίος προσπάθεί να ενταχθεί σε μια κοινωνική ομάδα,, η οποία διακρίνεται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μέχρι την ενηλικίωσή τους, η όποια παρέμβαση των μεγαλυτέρων θεωρείται ως μια εισβολή στην προσωπική τους ζωή. Ετσι με τη χρήση ειδικής γλώσσας γίνονται αποδεκτοί από τους ομοίους τους και παράλληλα προστατεύουν τη νεανική προσωπικότητά τους, μέχρι να επέλθει ο ηλικιακός κοινωνικός συμβιβασμός με το πέρασμα του χρόνου. Το μόνο που αλλάζει σε αυτό το φαινόμενο είναι το ερέθισμα που δέχονται οι νέοι άνθρωποι, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούν και οι εκάστοτε μόδες που τους επηρεάζουν. Αρκεί να παρακουλουθήσει κανείς ταινίες παλαιοτέρων εποχών και θα το διαπιστώσει.

Το αυτόν ισχύει και για τα δεδομένα της γραφής πέραν της ομιλίας. Σήμερα που τα διάφορα τεχνολογικά επιτεύγματα στοχεύουν σε όλο και μικρότερες ηλικίες και απευθύνονται σε νεαρότερα άτομα, είναι μοιραίο αυτά με τη σειρά τους να εξοικειώνονται ευκολότερα τόσο με το χειρισμό τους, όσο και με τη γλώσσα προγραμματισμού τους, η οποία, συνήθως, είναι η αγγλική. Ετσι με τη συνήθεια και την τριβή, αυτό το οπτικό ερέθισμα κάποτε γλιστρά και μέσα στα γραπτά των παιδιών. Είναι όμως αυτό κάτι, το οποίο αλλοιώνει το γλωσσικό τους ένστικτο; Ξεχνάει κάποιος τη γλώσσα του και γράφει άλλα αντί άλλων δίχως νόημα; Εφόσον οι λέξεις που χρησιμοποιούνται συμπίπτουν νοηματικά, φαινομενικά δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα.

Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι κατά αυτό τον τρόπο ξεχνάμε τη γλώσσα μας και η ιστορική ορθογραφία πάει περίπατο. Από τη στιγμή που θα υπάρχουν κείμενα, τα οποία θα θυμίζουν στο παιδί τη γλώσσα του με ορθό τρόπο και το ίδιο θα προωθείται σε διάφορες δραστηριότητες, οι οποίες θα αφορούν τη γλώσσα, η τελευταία δεν προκειται να ξεχαστεί με τίποτα.Αυτό το σημείο χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής. Δεν γίνεται λόγος για επιβολή, παρά για την προσφορά δεδομένων με τρόπο κατάλληλο και ελκυστικό. Οσον αφορά το ζήτημα της ιστορικής ορθογραφίας, είναι αρκετά παρακινδυνευμένο να γίνεται λόγος για αυτήν ως τη μόνη ορθή λύση. Η σύνδεση αυτής με την αρχαία μορφή της ελληνικής γλώσσας είναι μια πολύ παρεξηγημένη περίπτωση και εάν δεν την γνωρίζει κανείς εις βάθος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με εντελώς λανθασμένο τρόπο και να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στην ανθρώπινη κοινωνία. Μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν μας θα μας πείσει δια του λόγου το αληθές. Η ανορθογραφία αντιμετωπίζεται μόνο με τη γνώση κάποιων γραμματικών κανόνων και με την τριβή με διάφορα κείμενα. Φυσικά και οι καθημερινές εμπειρίες, ακόμη και οι συμπτώσεις μπορούν να συμβάλουν τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως χρειάζεται πολλή προσοχή και παρατήρηση.

Αλλωστε το “κακό” δεν είναι σύγχρονο. Σε εκθέσεις πανεπιστημιακών, οι οποίες ήταν αναφορές σχετικά με τους επιτυχόντες στις εισαγωγικές εξετάσεις στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘ 60, εποχές κατά τις οποίες η μάθηση ήταν πολύ σκληρή υπόθεση, η μόρφωση εθεωρείτο το ύψιστο αγαθό και οι μαθητές διακρίνονταν για τον πνευματικό τους μόχθο, τα συμπεράσματα ήταν καθολικά. Οι υποψήφιοι κρίνονταν αδιάβαστοι, αδιάφοροι, ημιμαθέστατοι και ώ του θαύματος, ανορθόγραφοι!

Η γλώσσα, ανάλογα με το χώρο και το χρόνο όπου ομιλείται, προσαρμόζεται στα διάφορα δεδομένα, διανθίζεται και αλλάζει. Αλλα πράγματα μορφοποιούνται και άλλα παραμένουν αναλλοίωτα. Στο τέλος τί μπορεί να γίνει, κανείς δεν το γνωρίζει. Αναμένουμε να δούμε την εξέλιξη, τον τρόπο γραφής και ομιλίας της γλώσσας τον επόμενο αιώνα, αφήνοντας τους νέους ερασιτέχνες πειραματιστές μιάς άλλης Εσπεράντο στην πορεία τους, ωθώντας τους την ίδια στιγμή μακριά από την άγνοια και διανοίγοντας τους ορίζοντές τους στη ζωή και στη γλώσσα.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός