H κέρινη μοναξιά

~το νικητήριο άρθρο του Χριστουγεννιάτικου λογοτεχνικού διαγωνισμού

Το παλαιό ξύλινο ρολόι, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε περίοπτη θέση στο αναμμένο τζάκι, σήμανε την ογδόη ώρα μετά μεσημβρίαν. Μια γλυκιά ζεστασία κάλυπτε, σαν απαλό και ελαφρύ ένδυμα, όλο το σαλόνι, το οποίο έλαμπε από τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ο Ορέστης Αμαντος και η Κωνσταντίνα Μπαλάκου, ένα αγαπημένο ζευγάρι, με φοιτητική ιδιότητα, είχαν ενώσει αρμονικά και φέτος τις δυνάμεις τους, προκειμένου να κάνουν το μικρό τους ενοικιαζόμενο διαμέρισμα να αποπνέει το πνεύμα των εορτών. Το τζάκι ήταν το αγαπημένο τους σημείο. Ηδη από το πρώτο έτος περνούσαν ώρες μπροστά του, τους χειμερινούς μήνες. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ τυχερούς που το προσωρινό τους σπιτικό διέθετε αυτή την πολυτέλεια., για αυτό και το πρόσεχαν πάρα πολύ.  

Από το πρωί οι ουρανοί είχαν ανοίξει και σκέπαζαν την πλάση με απαλά, λευκά παπλώματα. Ολος ο τόπος ήταν ενδεδυμένος ομοιόμορφα. Τίποτα δεν ξεχώριζε. Ολα έιχαν ίσο μερίδιο ομορφιάς.  

H κέρινη μοναξιά
Κοντά σε ένα παράθυρο, τοποθετημένο σε ένα τραπεζάκι, βρισκόταν ένα κέρινο ομοίωμα ενός χιονανθρώπου, με ένα μικρό φυτίλι στην κορυφή του κεφαλιού του. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο έξω, όπου αγνάντευε το απέραντο λευκό και τους καπνούς από τις καμινάδες των σπιτιών. Υπέμενε τη μοναξιά του, απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα στολίδια, με μόνη συντροφιά τις φωνές των μικρών παιδιών που είχαν έλθει το πρωί για να τραγουδήσουν τη γέννηση του Θεανθρώπου.  

Το νεαρό ζευγάρι μπήκε στο σαλόνι. Είχαν λίγη ώρα που επέστρεψαν, μαζί με διάφορα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Φόρεσαν πιο ανάλαφρα ρούχα, μα ζεστά, και κατευθύνθηκαν προς το πιο απολαυστικό μέρος του διαμερίσματος. Ο Ορέστης πήρε στο χέρι του το χιονάνθρωπο και τον τοποθέτησε πάνω σε μια βάση, η οποία απεικόνιζε ένα χιονισμένο δάσος με πολλά μικρά παιδιά, τα οποία έπαιζαν χιονοπόλεμο και ασχολούνταν με το χιονάνθρωπο. Τον άναψε και τον άφησε ήσυχο στη μακαριότητά του. Κατόπιν αγκάλιασε την αγαπημένη του και έμειναν εκεί να παρατηρούν τον ουρανό, ο οποίος έπλεκε με νιφάδες το λευκό του σάλι.  

Η σιγαλιά διακοπτόταν από τα τριξίματα των ξύλων που καίγονταν. Η ευτυχία τους πλημμύριζε. Μα και ο κέρινος φίλος μας ήταν χαρούμενος, με ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματισμένο στη μορφή του, καθώς ήταν, επιτέλους περιτριγυρισμένος από άτομα, τα οποία είχαν όλη την καλή διάθεση να ασχοληθούν μαζί του. Τα λικνίσματα της φλόγας από το τζάκι έδιναν την εντύπωση μικρών παιχνιδισμών στο πρόσωπό του. Φαινόταν να γελάει, ενώ η φλόγα του πήγαινε πέρα – δώθε, λόγω της ευτυχίας που ένιωθε το άψυχο αντικείμενο.  

Οι ώρες κυλούσαν αργά για όλους, μα κανένας δεν έδινε σημασία. Ολοι τους περίμεναν με εγκαρτέρηση το χαρμόσυνο μήνυμα, έχοντας δίπλα τους πρόσωπα που τους αγαπούν και νοιάζονται για εκείνους. Και η νωχελικότητα των δεικτών έριχνε βάλσαμο στις ψυχές τους, καθώς έτσι δινόταν παράταση στην χαρά που έπαιρναν απο το όλο κλίμα. 

Αναγνωστόπουλος Σπύρος