Η είδηση του θανάτου του Κώστα Καζάκου σε ηλικία 87 ετών προκάλεσε διεθνή συγκίνηση, υπενθυμίζοντας την ανυπέρβλητη συνεισφορά του στον χώρο του πνεύματος. Η καλλιτεχνική του πορεία σφράγισε επί εφτά δεκαετίες το θέατρο, τον κινηματογράφο, αλλά και την τηλεόραση, αναδεικνύοντας το πηγαίο ταλέντο, την αγάπη για τον πολιτισμό, αλλά και τον αλτρουισμό.
Τα πρώτα καλλιτεχνικά ερεθίσματα τα έλαβε στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» και στη Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Η εξαετής μαθητεία του τού έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε γόνιμη επαφή με τον κόσμο του θεάτρου, αλλά και το κίνητρο να εργαστεί σκληρά, με επιμονή και ανιδιοτέλεια. Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του φωτογραφικού βιβλίου του Κωστή Καπελώνη Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Επίδαυρος 1985-1998, το 2021 αναφέρεται στην ακτινοβόλα παρουσία του Κουν, τον οποίο αποκαλεί «αναμορφωτή» της νεοελληνικής συνείδησης λόγω της ενασχόλησής του με το αρχαίο δράμα.
Για τον Καζάκο, η τέχνη αποτελεί ύψιστη εκδήλωση του ανθρωπισμού, καθώς μέσω αυτής απαλυνεται ο πόνος και κατευνάζεται η αγωνία της ύπαρξης. Αναφέρεται ότι το θέατρο αποτελεί την πιο άμεση μορφή τέχνης καθώς προϋποθέτει εκ φύσεως την άμεση επαφή ερμηνευτή και κοινού. Υπηρέτησε πιστά το θέατρο συμμετέχοντας και σκηνοθετώντας πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις εμβληματικών συγγραφέων, όπως Η μικρή μας πόλη του Ουάιλντερ (1954), ο Κύκλος με την Κιμωλία του Μπρέχτ (1957), Η αυλή των θαυμάτων του Καμπανέλλη (1957), Ο Γυάλινος Κόσμος του Ουίλιαμς, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; του Άλμπι (1982) Ο θάνατος του εμποράκου του Μίλερ (1998), ο Θείος Βάνιας του Τσέχωφ (1993), Ο κύριος Πούντιλα κι ο δούλος του, ο Μάττι του Μπρεχτ (2010)[1]. Επίσης, αξίζει να μην λησμονηθούν οι ρόλοι του σε αρχαιοελληνικά δράματα, όπως οι Όρνιθες (1963), η Αντιγόνη (1965) και οι Εκκλησιάζουσες (1965). Τη σεζόν 1958- 1959 συνεργάζεται με τον Λεωνίδα Τριβιζά και μαζί ιδρύουν το «Ελεύθερο Θέατρο». Ο Καζάκος επίσης συμμετέχει σε θιάσους σπουδαίων ηθοποιών, όπως της Έλλης Λαμπέτη και του Αλέκου Αλεξανδράκη. Το 1968 συνεργάστηκε με τη σύζυγό του και δημιούργησαν τον θίασο Κώστα Καζάκου- Τζένης Καρέζη, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η καλλιτεχνική τους πορεία ήταν κοινή για είκοσι τέσσερα χρόνια, έως τον θάνατο της ηθοποιού.
Το 1973 αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης του σπονδυλωτού έργου του Καμπανέλλη Το μεγάλο μας τσίρκο, το οποίο διέφυγε της αυστηρής λογοκρισίας του δικτατορικού καθεστώτος και αποτέλεσε μοχλό αντίστασης κατά της τυραννικής εξουσίας. Τη μουσική επένδυση της παράστασης είχε αναλάβει ο Σταύρος Ξαρχάκος, τη μουσική ερμηνεία ο Νίκος Ξυλούρης, τα σκηνικά ο Ευγένιος Σπαθάρης, ενώ μερικοί από τους ηθοποιούς που συμμετείχαν, όπως ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ανήκουν στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. Την επόμενη χρονιά, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, οι δικτατορικές αρχές επεμβαίνουν και διακόπτουν τη θεατρική παράσταση. Ο Καζάκος και η Καρέζη συλλαμβάνονται. Ωστόσο, παρά τις παρεμβάσεις της χούντας, το έργο λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές και επιδοκιμάζεται θερμά από το κοινό.
Παράλληλα η λαμπρή πορεία στο θέατρο συμπορεύτηκε με μια γόνιμη περίοδο κινηματογραφικής δημιουργίας. Ο Καζάκος πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά το 1954 στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου Η αρπαγή της Περσεφόνης. Έκτοτε έλαβε μέρος σε σαράντα περίπου κινηματογραφικές παραγωγές, πολλές από τις οποίες έμελλαν να παραμείνουν ανεξίτηλες στην ιστορία, αλλά και στη μνήμη του κοινού. Μερικές από αυτές είναι: Σαράντα Παλικάρια (1961), Ηλέκτρα (1962- πρώτη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ), Το παρελθόν μιας γυναίκας (1968), Υποβρύχιο Παπανικολής (1971), Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980- αυτοβιογραφική, αναφερόμενη στον Νίκο Μπελογιάννη). Το Κοντσέρτο για Πολυβόλα (197) αποτελεί ίσως τη γνωστότερη κινηματογραφική ταινία στην οποία ενσαρκώνει τον ρόλο του λοχαγού Αλέξη Θεοδώρου.
Σημαντική είναι επίσης και η παρουσία του στη μικρή οθόνη. Από το 1972 έως το 2012 κατείχε ποικίλους πρωταγωνιστικούς ρόλους και σκηνοθέτησε πολλά σίριαλ στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση, όπως στο Τμήμα Ηθών (1993) και Βέρα στο Δεξί (2004- 2007).
Η πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσφορά του αναγνωρίστηκε ποικιλοτρόπως. Το 1967 του απονεμήθηκε από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών, ο Χρυσός Απόλλωνας, ενώ το 1972 βραβεύθηκε με το Α΄ Χρυσό Βραβείο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την αρτιότερη παραγωγή της ταινίας Λυσιστράτη. Το 2009 η την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών αναγνωρίζοντας τη συνολική προσφορά του, τον βράβευσε με το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου.
Ο θάνατος του Κώστα Καζάκου σηματοδότησε το τέλος του βίου ενός σπουδαίου ηθοποιού. Υπενθύμισε όμως και την προσφορά ενός μεγάλου ανθρωπιστή, ενός δραστήριου βουλευτή κι ενός σπουδαίου δασκάλου. Η ευγένεια και η γενναιοδωρία του θα παραμείνουν αλησμόνητα χαρακτηριστικά μαζί με το ταλέντο του.
[1] Με αφορμή το συγκεκριμένο θεατρικό έργο, μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη του ηθοποιού στην Αλεξάνδρα Φιωτάκη.
Συνομιλώντας με τους πρωταγωνιστές του θεατρικού έργου «Ο κύριος Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι»
Ρία Ροροπούλου