«Ντύσου καλά, φυσάει αδιαφορία» διάβασα τυχαία στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας ενώ περπατούσα απορροφημένη. Είχα αποφασίσει να περπατήσω λίγο πριν μπω ξανά στη γραμμή του μετρό. Ένιωθα πολύ φορτισμένη μετά τη συνάντηση που είχα στο γραφείο πριν από ώρα.
Στην αρχή προσπέρασα, αλλά λίγα δευτερόλεπτα μετά, έκανα σθεναρά δύο βήματα πίσω, για να τη διαβάσω πιο προσεκτικά, να την επεξεργαστώ και να συνειδητοποιήσω πόσες φορές την είχα περίπου σκεφτεί. Διάβαζα μια-μια τις λέξεις δίνοντας τους όλη μου την προσοχή.
«Ντύσου καλά, μην κρυώσεις» μας φώναζαν όταν ήμασταν μικροί, γιατί είχε όντως κρύο και δυνατό αέρα. Ομως γιατί να ντυθούμε καλά άμα φυσά αδιαφορία, όπως έγραφε το σύνθημα αυτό στον τοίχο;; Αναρωτήθηκα αν φέρνει μαζί κάποια “αδυναμία” όπως το κρυολόγημα. Για να το λένε, σίγουρα κάποιο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα θα υπάρχει. Μετά από αυτό το φανταστικό ταξίδι σκέψεων…
Οι σκέψεις μου ετρεξαν με δύναμη σε μια αναδρομή περιστατικών. Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη αδιαφορία για εαυτό μας στους γύρω μας, στη δουλειά μας, στους συνανθρώπους μου, στις μικρές αυτές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στις ώρες της ζωής μας.
Θυμήθηκα εκείνον προχθες, που πάρκαρε στην θεση των ΑΜΕΑ χωρίς να σκεφτεί το κορίτσι με το καρότσι που περίμενε να κατέβει το πεζοδρόμιο. Υστερα ήταν η κοπέλα που άφησε μια εγκυο γυναίκα όρθια χωρίς να κουνηθεί από το παγκάκι της στάσης του λεωφορείου. Μια ομάδα αντρών που δεν βοήθησαν την νεαρή μαμά να κατεβάσει το καρότσι με το μωρό τις από τις σκάλες του πλοίου. Σκέφτηκα και εκείνον τον τύπο που φώναζε για τις διπλωματικές επιχειρήσεις της χώρας αλλά στο επόμενο λεπτό αναρωτιόταν αν το σπιτι του έχει φαγητό και ξεχασε γιατί φώναζε πριν από λίγο.
Η Αδιαφορία είναι μια λεξη εγωϊστική, μια λέξη που είναι παντού ανάμεσά μας στην παιδεία, στην πολιτική, στην κοινωνια, στους συνανθρώπους, στα σχολεία, στα όρια και στους τρόπους. Μια λέξη χωρίς ουσία, άδεια, κενή συναισθημάτων. Στεγνή και απροκάλυπτη. Χωρίς ίχνος ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Μια έννοια ψυχρή και ασυγκίνητη.

Το χαμόγελο στα χείλη μου έγινε πιο μεγάλο, τόσο, που με γεμισε ολόκληρη. Γονάτισα για να είμαι στο ύψος του και του είπα «Σε ευχαριστώ που σταμάτησες να ρωτήσεις κάποιον αν είναι καλά και αν χρειάζεται κάτι. Πάντα να ενδιαφέρεσαι γιατί τα καλά επιστρέφονται και σε κάνουν μεγάλο». Του έδωσα μια μεγάλη σοκολάτα που είχα πάρει για μένα κι εκείνο μου χάρισε μια αγκαλιά δίνοντάς μου κουραγιο να συνεχίσω την πορεία προς το σπίτι.