Ουκ ολίγες φορές η ιστορία έχει γεμίσει τις σελίδες της με τις πορείες «εμβληματικών», ανά περιόδους, ανθρώπων – και κυρίως με την αρνητική του όρου έννοια – των οποίων ο επίλογος υπήρξε «άδοξος» και μη αναμενόμενος. Πρόκειται για ανθρώπους με ισχυρές προσωπικότητες, πλην όμως αμφιλεγόμενες και ενίοτε εξαιρετικά επικίνδυνες, με ιδεολογίες ριζωμένες βαθιά μέσα τους και τις οποίες υπερασπίστηκαν με σθένος και κάθε δυνατό μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο. Κι ενώ χάραξαν και ακολούθησαν μια πορεία γεμάτη ένταση, συγκρούσεις και πρωτοφανή επιμονή στα πιστεύω και στους στόχους τους, φτάνοντας στο τέλος και μη έχοντας πετύχει αυτό που προσπαθούσαν μέσα από τη δράση τους, αντί να υποστούν τις συνέπειες της ήττας τους, επιλέγουν τη φυγή, δίνοντας τέλος στη ζωή τους.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αυτοκτονία του Σλόμπονταν Πράλγιακ μέσα στο Δικαστήριο της Χάγης αμέσως μετά την ανακοίνωση της καταδίκης του σε 20ετή κάθειρξη για τέλεση εγκλημάτων πολέμου την περίοδο 1992-1995 στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, την οποία παρακολούθησε συγκλονισμένη η κοινή γνώμη. Ακόμα, ένα παράδειγμα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό, είναι η αυτοκτονία του Χίτλερ μαζί με την Έυα Μπράουν, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος πολλές φορές είχε μοιράσει δηλητήριο σε όσους δεν τον εγκατέλειψαν και έμειναν μαζί του στο Καταφύγιο των ομοϊδεατών και συμμάχων του, μέχρι και την τελική πτώση. Μετά δε, την κατάρρευση, στο τρίτο Ράιχ ακολούθησε, ένα απρόσμενο και πρωτόγνωρο στον κόσμο της Ευρώπης, κύμα αυτοκτονιών και το δρόμο που χάραξε ο αρχηγός τους ακολούθησαν πιστά ο Γκέμπελς, ο οποίος μάλιστα πρωτού αυτοκτονήσει με τη σύζυγό του, δηλητηρίασε και τα έξι τους παιδιά στον ύπνο τους, ο Κόνραντ Χενλάιν εκτίοντας την ποινή του, έκοψε τις φλέβες του καθώς και ο αρχηγός των Ες – Ες, Χίμλερ, αμέσως μετά τη σύλληψή του από τους Βρετανούς μάσησε μία κάψουλα υδροκυάνιου.
Θα έλεγε κανείς πως αποτελεί σχήμα οξύμωρο η εν λόγω συμπεριφορά, αφού θα ήταν επόμενο και λογικό, άνθρωποι οι οποίοι προέταξαν την ιδεολογία και τους στόχους τους παραγκωνίζοντας ελευθερίες, δικαιώματα και σύνορα να επιδείξουν ανάλογη πυγμή και να υποστούν μία – μία τις συνέπειες της μη ευόδωσης του «αγώνα» τους. Αντ’ αυτού επιλέγουν να αποδράσουν από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αρνούνται να κριθούν και να λογοδοτήσουν και αυτοκτονούν ως ένδειξη αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού αλλά και απαξίωσης, ακόμα και την ύστατη στιγμή, απέναντι στο σύστημα κατά του οποίου πάλεψαν και από το οποίο τελικά ηττήθηκαν.
Από μια άλλη οπτική γωνιά, οι άνθρωποι αυτοί ίσως ωθήθηκαν στην λύση της αυτοκτονίας, μη μπορώντας να αντέξουν την αποτυχία τους, θεωρώντας αυτήν προσωπική, ένα σοβαρό πλήγμα για το «εγώ» τους, καθώς άτομα αυτής της κατηγορίας συχνά συνοδεύονται από ιδέες υπερβολικής αυτοεκτίμησης, όντας μη ικανά να αποδεχτούν και να διαχειριστούν μια ενδεχόμενη αποτυχία.
Τέλος, και στην περίπτωση των προαναφερθέντων παραδειγμάτων, αλλά και άλλων παρόμοιων, ίσως η αυτοκτονία φάνταζε η πιο «ήπια» συνέπεια που θα μπορούσαν να υποστούν, δεδομένου ότι η αντιμετώπιση τους τόσο από την δικαιοσύνη όσο και από την κοινωνία, θα ήταν σκληρή και αμείλικτη καθώς οι κατηγορίες που εν τέλει τους αποδόθηκαν ήταν αυτές της τέλεσης σκληρών και ειδεχθών εγκλημάτων σε βάρος της ανθρωπότητας. Εξάλλου η ιστορία πάμπολλες φορές έχει αποδείξει ότι σε χαλεπούς καιρούς οι ακραίες λύσεις φαντάζουν ιδανικές στα μάτια αυτών που τις αναζητούν.
Δίκαιο ή άδικο, θάρρος ή δειλία, ύστατο μανιφέστο ή απεγνωσμένη λύση, νίκη ή ήττα; Το τελικό συμπέρασμα ποικίλει αφού τα γεγονότα μπορεί να μένουν ως έχουν, αλλά κάθε ένας βλέπει το ζήτημα από την σκοπιά που επιλέγει με βάση την πολιτικοκοινωνική τοποθέτηση, παιδεία και θεώρηση της ζωής εν γένει.
Έλενα Παπαιωάννου