Οι άνθρωποι που φέυγουν

Είμαι εδώ και μπορώ και σου γράφω και αναπνέω και γελάω και κλαίω και πονώ και  «ματώνω» .  Μέρες ηλιόλουστες και συννεφιασμένες , θάλασσες ήρεμες και ανταριασμένες,  χαρά και  λύπη, μαύρο και άσπρο όπως και να ‘χει, σε όποια συνθήκη,  είμαι εδώ και μπορώ και  σου γράφω …..

Μη νομίζεις, είμαι και γω από τους ανθρώπους σαν και εσένα,  που χάνονται στις σκέψεις , στα άγχη, στα ανούσια, στα πράγματα τα ευτελή.  Μα κοίτα να δεις μέχρι και γω συνειδητοποίησα ότι είμαι εδώ και μπορώ και σου γράφω .

freeminds δεδομένο
Αρκεί να περάσεις μια βόλτα έξω από τα λευκά κτίρια του ανθρώπινου πόνου και της αγωνίας . Τα άσπρα κτίρια της ζωής και του θανάτου. Τότε θα καταλάβεις και συ. Λευκό χρώμα ,  αγνότητα,  αθωότητα,  σαν μια θετική αύρα ,  σαν ένα φως.  Δεν είναι τραγική ειρωνεία;  Άσπρα νοσοκομεία για τόσο μαύρες στιγμές! Και μπαίνεις μέσα στο άσπρο και βλέπεις ανθρώπους ανήμπορους, παραδομένους ,  χαμένους,  ανάμεσα στην προσπάθεια και στην παραίτηση.  Άλλοι πάλι αγωνιούν,  γιατί δεν ξέρουν ακόμα,  περιμένουν να μάθουν αν υπάρχει ελπίδα για αυτούς .  Ελπίδα για ζωή , κάτι τόσο δεδομένο , μα και τόσο πρόσκαιρο,  περαστικό.  Και όλο και κάποιον θα δεις τη στιγμή που μαθαίνει .  « Έχω την ασθένεια από ‘’Κ’’»  σου λέει ….και μετά το κενό!

Αυτή η επάρατη νόσος .  Αυτή η μάστιγα της εποχής .  Φοβάται να το ξεστομίσει .  Σαν ταινία τρόμου , που άμα πεις το όνομα δυνατά , ο δαίμονας θα σε κατασπαράξει. Ας μπορούσε να έμενε έτσι, ένα απλό γράμμα της αλφαβήτου ένα απλό , ακίνδυνο,  αθώο ‘’Κ’’….

Και θα δεις εκεί,  στην αίθουσα αναμονής, μάτια ξενυχτισμένα, δακρυσμένα , να σε ρωτάνε γιατί,  ελπίζοντας ότι εσύ θα ξέρεις.  Σε ρωτάνε γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο στον άνθρωπό τους .  Είναι η γυναίκα,  είναι ο γιός, ο ξάδελφός,  ο φίλος .  Όλοι με ένα Γιατί ….Μέχρι που θα περάσει ο κύριος με την άσπρη του τη στολή,  ο Γιατρός ,  η ελπίδα σου, με ένα βλέμμα απρόσιτο και  παγωμένο και λες ότι αυτός θα ξέρει το

Γιατί  –  καρδιά μου ούτε αυτός το ξέρει !

Δεν αντέχεις …θα πας έξω να πάρεις λίγο αέρα και θα ακούσεις ιστορίες – μα τί ιστορίες θεέ μου .  Ιστορίες γεμάτες Κύκλωπες και  Λαιστρυγόνες . Σαν παραμύθι σου ηχούν,  όπως ηχούν οι άθλοι του πολυμήχανου Οδυσσέα .  Μια φορά και ένα καιρό , σε μια χώρα που δούλευες σκληρά και πλήρωνες ασφάλειες και φόρους και άλλα πολλά , περίμενες και συ μια αξιοπρεπή ιατρική περίθαλψη.  Και τότε ξάφνου όλα χάθηκαν .  Ο κύριος δράκος που λεγόταν Κράτος στα πήρε όλα πίσω, τα έσβησε όλα με μια άξαφνη συντριπτική φωτιά .  Και συ άρρωστος και καταβεβλημένος περίμενες σε μια τεράστια λίστα αναμονής .  Γιατί ;

Μόνο και μόνο για το δεδομένο.  Μόνο και μόνο για να εισαχθείς στο άσπρο κτίριο το σωτήριο ή το καταστροφικό,  κανείς δεν ξέρει .  Και ξάφνου βλέπεις ότι δεν είναι παραμύθι,  είναι άκρως αληθινό .  Γιατί το ακούς από πραγματικούς ανθρώπους ,  με σάρκα και οστά που διηγούνται τις ιστορίες τους αγανακτισμένοι ,  καθισμένοι δίπλα σου, γεμάτοι αγωνία .

Μα κάποιες φορές το παραμύθι δεν θα ‘χει αίσιο τέλος και τότε τίποτα απ’ αυτά δεν θα έχουν σημασία .  Σκέψου τότε καρδιά μου και μη ρωτήσεις το Γιατί  .  Φώναξε ,  κλάψε,  ούρλιαξε,  παρηγορήσου σε ώμους φίλων καρδιακών ξανά και ξανά .  Μα μην ξεχνάς,  ζήσε,  πάλεψε, πρόσεξε,  μην πέσεις,  μη χαθείς .  Όχι μόνο για σένα ,  όχι .  Μα και για τους ανθρώπους που φεύγουν,  για να σε βλέπουν από κει ψηλά γεμάτοι περηφάνια και θαυμασμό,  ήσυχοι,  ότι θα συνεχίσεις να ζεις , να γελάς και να αγαπάς ….

E.A.