Αλήθεια ή ψέματα;

«Δείχνω καλή;», «Μήπως μοιάζω κάπως χοντρή;», «Φαίνομαι πολύ αδύνατη;»…

Μα τι ερωτήσεις! Αναζητούν απεγνωσμένα μια απάντηση, γιατί αν όντως ισχύουν ή δεν ισχύουν τότε ασφαλώς (!) αυτό θα έχει κάποια επίπτωση στην … εικόνα μας… Πώς να το κάνουμε…

αλήθεια ή ψέμα
Η ψευτιά που ανακυκλώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης — και όχι μόνο, αλίμονο, η πιο σπουδαία βρίσκεται εκτός αυτών! — αποτελεί ένα από τα αμιγώς καίρια θέματα. Η ανειλικρίνεια που κυριαρχεί στο Internet και πιο συγκεκριμένα, η υποκρισία και η προσποίηση, που κατακλύζει το Instagram και άλλες συναφείς εφαρμογές, είναι επιδεικτικά εμφανής καθιστώντας μας υποχείρια μιας εικονικής «ιδανικής» ή και εξιδανικευμένης πραγματικότητας. Εξαιτίας αυτής ερχόμαστε αντιμέτωποι πολλές φορές με την αδυναμία, ακόμη, προσέγγισης του εαυτού μας, όταν όντας δυσπρόσιτος και ετεροκατευθυνόμενος, δεν μας αφήνει περιθώρια αυτοπροσδιορισμού και ετεροαναγνώρισης.

Η ετοιμότητα παραδοχής της ψυχικής φθοράς που επιφέρουν οι εν λόγω εφαρμογές παραμένει φυσικά, ένα στοιχείο και ένα φαινόμενο υποκειμενικό (δεν είναι όλοι σε θέση να καταλάβουν ή να θελήσουν να καταλάβουν). Είμαστε άλλωστε, τόσο αλαζόνες και εγωιστές που αδυνατούμε να ασκήσουμε ακόμη κριτική στον (γυάλινο) εαυτό μας. Οι κίνδυνοι όμως, βρίσκονται εκεί, και καραδοκούν, προς όφελος αποπροσανατολισμού, αποπνευματοποίησης, ηθικής αποτελμάτωσης, κυριαρχίας της μαζικής δυτικής κουλτούρας —όμως αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Και για να προλάβω τυχόν παρανοήσεις, το ζήτημα, δεν είναι αν έχουμε Instagram ή όχι, αλλά το πώς το χρησιμοποιούμε. Επιπλέον, δεν μιλώ για τους φωτογράφους ή για τις διάφορες εταιρίες και επιχειρήσεις που ορθώς χρησιμοποιούν προς όφελός τους αυτούς τους τρόπους διαφήμισης. Μιλώ για τον απλό και μέσο πολίτη. Για εμένα και εσένα. Έτσι, όταν το κινητό μας έχει καταργήσει την ύπαρξη του δεύτερου χεριού μας, όταν σπαταλούμε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα στα social media, όταν αφιερώνουμε τον τόσο, κατά τ’ άλλα, πολύτιμο χρόνο στη «σωστή» λήψη και επεξεργασία μιας φωτογραφίας, μιας selfie και μετά αναζητούμε διά καώς likes και followers, μέσω «πιασάρικων» hashtags, τότε ναι… κάτι πάει στραβά, όσο κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε.

Μιλώ για εκείνους που ποστάρουν φωτογραφίες και λαχταρούν την κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση, μα όχι για τον πραγματικό τους εαυτό, αλλά για τον Άλλον, εκείνον που οι κοινωνικές συμβάσεις «εμπνεύστηκαν» και τώρα ζητούν αυτόν που η μόδα προστάζει. Αλλοτριωθήκαμε. Δημιουργήσαμε ένα ψευδαισθητικό alter ego, για να καλύψουμε την ένδεια και τη ματαιοδοξία μας. Ξεχάσαμε τι θα πει στυλ. Υποκύψαμε στις απαιτήσεις του lifestyle. Εκείνου που μπορεί να προβάλλει προς τα έξω μια κλασάτη εικόνα, αισθητικά εξαιρετική και ιδιαζόντως επεξεργασμένη, αλλά πόσο ισχύει στ’ αλήθεια, ό,τι δείχνουμε;

Η —ασφυκτική— ασφάλεια που μας παρέχει το ψεύδος είναι αυτονόητη. Ο σημερινός άνθρωπος έχει καταργήσει την έννοια της αυθεντικότητας με αυτή της υποκρισίας σε κάθε επίπεδο του εαυτού του. Ας μη λησμονούμε τα λόγια του Παπανούτσου, όταν γράφει στην “Πρακτική” του “Φιλοσοφία” τα εξής: Ον προικισμένο με ψυχικό κόσμο, ο άνθρωπος ζει σε δύο διαστάσεις, την «εσωτερική» και την «εξωτερική». Με τον «εαυτό» του και με τους «άλλους», τους συνανθρώπους του. Έτσι η ύπαρξή του μοιράζεται κατά κάποιο τρόπο. Από το ένα μέρος είναι στραμμένη προς τα «μέσα» (αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει για τον «εαυτό» του και από τον «εαυτό» του)· από το άλλο στρέφεται προς τα έξω (αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει μαζί με τους «άλλους» και για τους «άλλους»). Έχει λοιπόν δυο τρόπους ή μορφές ύπαρξης: μιαν ατομική («ιδιωτική») και μια κοινωνική («δημόσια»). Αυτή η αναγκαστική διττότητα, όταν δε συνοδεύεται από τα χαρακτηριστικά της αυτογνωσίας και της αυτοκυριαρχίας οδηγεί ανεξέλεγκτα στην εμφόρηση μιας «μάσκας», ενός προσωπείου, που καλύπτει τον πραγματικό μας εαυτό. Αυτή η αδέξια πανοπλία, μας κρατά πειθήνιους και «ασφαλείς» μέσα στον ψεύτικο κόσμο, διαποτισμένο με τα έντονα συναισθήματα του ανταγωνισμού και της έπαρσης.

Σα να έπαψαν όλοι να εξωτερικεύουν τα γνήσια συναισθήματά τους, τις αυτούσιες σκέψεις τους, μήπως και παρεξηγηθούν από τη περιρρέουσα δεσποτική μαζική κουλτούρα, που αναμφιβόλως μας έπνιξε, στίβιασε πάνω μας ένα σωρό εμετικές εικόνες, σαθρά όνειρα, φρούδες επιδιώξεις. Η ηθικοπνευματική μας ανάπλαση, κατ’ αυτόν τον τρόπο έρχεται σε δεύτερη μοίρα… και τρίτη και τέταρτη. Τίποτα δεν αφήνει περιθώριο για αυθορμητισμό, αυθεντικά ζεστά χαμόγελα, οικογενειακές αγκαλιές, τίμια εργατιά. Έχουμε σκύψει δουλικά μπροστά στο «Φαίνεσθαι» και έχουμε ξεχάσει να αναζητήσουμε το «Είναι» μας. Μπορεί το πρώτο να μας προσφέρει απλόχερα μια βραχυπρόθεσμη κοινωνική αναγνώριση, αλλά μακροπρόθεσμα, κι όταν ο άνθρωπος θα κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη, θα αναγνωρίσει τη ρηχότητα και την εσωτερική του κενότητα. Η αληθοφάνεια έχει σκεπάσει την αλήθεια και η σκέψη μας έχει υποπέσει σε αδράνεια, εφόσον πλέον, είθισται ακόμη και να στριμώχνεται ο πραγματικός μας εαυτός μέσα στα καλούπια που προσφέρουν άφθονα τα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς να μεσολαβεί κάποια, έστω, αίσθηση δυσφορίας.

Θα ολοκληρώσω με μια σύντομη ευχή: Ας γίνουμε περισσότερο αυθεντικοί. Η ανάκτηση της χαμένης μας εσωτερικής ελευθερίας θα επιστρέψει μόνο, όταν αρχίσουμε να παραδεχόμαστε τα σφάλματά μας και κατευνάσουμε τις απατηλές μας προσδοκίες. Η ελευθερία που μας δόθηκε είναι το να είμαστε ο εαυτός μας, και τίποτε άλλο! Ας αγαπήσουμε λοιπόν, αυτό που είμαστε, κι αφού το κάνουμε κτήμα μας, ας το απολαύσουμε κι ας το αναδείξουμε.

Και ένα υστερόγραφο (ή αλλιώς απαισιόδοξη κατακλείδα): Ο Αιμιλιανός Μονάης του Καβάφη έφτιαξε μια περίτεχνη πανοπλία, για να μη μπορούν οι εχθροί του να τον βλάψουν, να μη δύνανται να αποκαλύψουν και να ξεσκεπάσουν τα τρωτά του μέρη… Αλλά στο τέλος, δεν έζησε πολύ και νέος πέθανε.

Γ.Δ