Ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο οι σημερινοί γονείς καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι η άρνηση των παιδιών τους να μελετήσουν τα μαθήματά τους. Οι εποχές έχουν αλλάξει , οι γονείς εργάζονται και οι δύο οπότε η διαπαιδαγώγηση του παιδιού παρεκκλίνει είτε διότι την έχουν αναλάβει οι παππούδες είτε ο μηδαμινός ελεύθερος χρόνος δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στους γονείς.
Η διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού σχετικά με τις υποχρεώσεις που έχει πρέπει να ξεκινά από πολύ νωρίς και για το λόγο αυτό θα αναφερθώ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση του παιδιού, καθώς σε αυτή τη βαθμίδα παίρνει το παιδί τις βάσεις για μια σωστή μέθοδο μελέτης. Όσον αφορά στις υποχρεώσεις που έχει το παιδί απέναντι στο σχολείο, οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο. Καλό θα ήταν να μην εκθέτουμε μπροστά στα παιδιά την άποψη που έχουμε εμείς για το σχολείο ή τα αρνητικά βιώματα που είχαμε. Ένα παιδί πρέπει να ξέρει ότι, όπως οι γονείς του πηγαίνουν στη δουλεία, έτσι και η δική του δουλειά είναι το σχολείο (κι εμείς τις περισσότερες φορές δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τη δουλεία μας, αλλά πηγαίνουμε!).
Ακόμη όμως και να πείσουμε το παιδί μας να πηγαίνει στο σχολείο δίχως διαμαρτυρίες, όταν έρχεται η ώρα της μελέτης οι διαμαρτυρίες επανέρχονται και μάλιστα είναι πιο έντονες. Τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση; Αρχικά διατηρούμε την υπομονή μας! Η άμυνα των παιδιών είναι οι φωνές και η άμυνα των γονιών είναι η σιωπή. Όσο και να φωνάζει το παιδί μας ότι δεν θέλει να κάνει τα μαθήματά του σίγουρα δεν θα του αρέσει να πάει «αδιάβαστο» στο σχολείο και να βρεθεί σε δύσκολη θέση απέναντι στους συμμαθητές του (είναι αυστηρότεροι κριτές ακόμη κι απ’ τον δάσκαλο/α) και αυτό του το εξηγούμε με ήρεμο και ήπιο ύφος.
Η σωστή μελέτη δεν γίνεται με τη μαμά ή τον μπαμπά ή τον κατ’ οίκον διδάσκαλο πάνω από το κεφάλι του παιδιού. Η μέθοδος αυτή φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς το παιδί θεωρεί ανώφελη την παρακολούθηση του μαθήματος στο σχολείο μιας και στο σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που θα του τα εξηγήσει. ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ. Το παιδί πρέπει να μάθει να συνεργάζεται με τον δάσκαλο ή τον καθηγητή στο σχολείο. Τι κάνουμε λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Αφήνουμε το παιδί να ξεκινήσει μόνο του τη μελέτη και όταν (και αν) δυσκολευτεί κάπου τότε το βοηθάμε. Καλό θα ήταν κάποιες φορές να του υποδεικνύουμε να κάνει ερωτήσεις στον δάσκαλό – καθηγητή για ο,τι δεν κατάλαβε κι αν δεν θέλει να το κάνει εν ώρα μαθήματος, τότε μπορεί να το κάνει εν ώρα διαλείμματος. Πιστέψτε με είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που θα του αρνηθούν βοήθεια. Όπως και να ‘χει το ίδιο το παιδί είναι καλό να γνωρίζει τις αδυναμίες του και να τις αντιμετωπίζει γιατί έτσι μαθαίνει τον εαυτό του και ωριμάζει ομαλά μέσα από αυτή τη διαδικασία.
Ο ρόλος του γονιού ή του κατ’ οίκον διδασκάλου είναι συμπληρωματικός στη διαδικασία της μελέτης. Υποχρέωσή τους είναι να ελέγξουν αν το παιδί έχει κατανοήσει επαρκώς όσα έμαθε και αν παρίσταται ανάγκη να θέσουν συμπληρωματικά ερωτήματα ή να βάλουν επιπλέον ασκήσεις έχοντας ως γνώμονα ΠΑΝΤΑ τις δυνατότητες του παιδιού και όχι τις δυνατότητες που θέλουν εκείνοι να έχει το παιδί τους.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πως γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικοί αποτελούν μια ομάδα και οι λέξεις κλειδιά που χαρακτηρίζουν αυτή την ομάδα είναι η αλληλοβοήθεια και η συνεργασία. Οι γονείς πρέπει να έχουν συχνή επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς προκειμένου να βοηθήσουν εκατέρωθεν στην πρόοδο του παιδιού. Η άρνηση ενός παιδιού να μελετήσει τα μαθήματά του δεν αντιμετωπίζεται με φωνές και τιμωρίες αλλά με υπομονή, σύστημα και συνεργασία των γονέων με τους επαΐοντες σε θέματα εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης.
A. Λ.