Δεν ξέρεις ή δεν κάνει να μου πεις;

Τι θα πει Δικτατορία πατέρα;

Δεν ξέρω, της απάντησα κάπως απότομα.

Δεν ξέρεις ή δεν κάνει να μου πεις;

Κάνει, αλλά είσαι μικρή ακόμη για να καταλάβεις και την πήρα απ’ το χέρι χωρίς να της δώσω εξηγήσεις και μαζί της βγήκαμε στο πλακόστρωτο.

Που πάμε; με ρώτησε.

Θα δεις! της απάντησα και μετά από λίγο φτάσαμε αλαφιασμένοι και ανήσυχοι στο μοναδικό μπακάλικο που είχε απομείνει στην γειτονιά και ανοικτό.

diktatoria

Ο κόσμος ουρά με τις σακούλες στα χέρια, με μάτια που στροβιλίζονταν ολούθε λες πως κάτι περίμενε και με σφιγμένα χείλη σιγομουρμούριζε λόγια ακαταλαβίστικα που μόνο ο καθένας τους ήξερε τι έλεγε.

Το μπακάλικο του κυρ-Θανάση. Με γνώριζε από παιδί.

Έφτασε και η δική μας η σειρά. Τον καλημέρισα και του ζήτησα ευγενικά όσπρια, γάλα, λίγο ψωμί, κάτι κονσέρβες, μακαρόνια και ότι άλλο τέλος πάντων θα μπορούσε να μας δώσει.

Με κοίταξε στα μάτια βλοσυρά και με υποτιμητικό ύφος, πήρε από τα ράφια κάτι σκονισμένα μακαρόνια και ένα κουτί γάλα άγνωστης προέλευσης που η φίρμα του από την πολυκαιρία είχε ξεβάψει και τα πέταξε πάνω στον πάγκο φωνάζοντας μου. Τα λεφτά!

Αυτά είναι!

Τι αυτά; Τον ρώτησα.

Κοίτα εγώ εξηγήσεις δεν δίνω, αν σου αρέσουν πάρτα, αν δεν σου αρέσουν άστα και ξεκουμπίσου, γιατί περιμένουν κι άλλοι απ’ έξω.

Χαμήλωσα τα μάτια έσφιξα τα δόντια, πήρα τα ακατανόμαστα και αφού πλήρωσα τον κυρ-Θανάση, άνοιξα την πόρτα και βγήκα μαζί με το παιδί πάλι στο πλακόστρωτο για να επιστρέψουμε στο σπίτι.

Γιατί σου μίλησε έτσι ο κυρ-Θανάσης με ρώτησε η μικρή;

Γιατί είναι μαυραγορίτης, της απάντησα.

Τι θα πει μαυραγορίτης μπαμπά;

Έχει καμιά σχέση με την δικτατορία;

Την κοίταξα με χαμηλωμένα μάτια και χάιδεψα τα μαλλιά της για να νοιώσει σιγουριά, χαμογελώντας επίμονα μη τυχόν και καταλάβει το παιδί, ότι τα χειρότερα έρχονται.

Όχι παιδί μου, δεν έχει καμία σχέση.

Κώστας Παρδάλης