Πολλές φορές έρχονται στιγμές στη ζωή των ανθρώπων, όπου όλοι μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι, το οποίο μας προκαλεί δέος, απορία και μας δημιουργεί έναν κόμπο στο στομάχι και στην ψυχή. Τόσο μεγάλη και σεβάσμια καθίσταται η δύναμη του λόγου, του γραπτού και του του προφορικού. Για αυτόν το λόγο η φράση ‘’Η πένα είναι ισχυρότερη από το σπαθί’’ κερδίζει επάξια τον τίτλο της και η σημασία της επιβεβαιώνεται. Πολλοί λατρεύουν τη συμπλοκή ιστορίας και λογοτεχνίας, με το ένα στοιχείο να επισκιάζει το άλλο και να μην εντοπίζεται σχεδόν ποτέ μια ιδανική ισορροπία μεταξύ τους. Είναι γεγονός ότι η ιστορία αποτελεί ένα από τα λιγότερο δημοφιλή μαθήματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στην περίπτωση που παρεισφρέει σε λογοτεχνικά έργα, όχι απλώς γίνεται ανεκτή, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μετατρέπεται σε αντικείμενο λατρείας.
Αγαπημένες ιστορικές περίοδοι που χρησιμοποιούνται για να αφηγηθεί το κάθε μολύβι τη δική του ιστορία είναι τα πολύ αρχαία χρόνια και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να κατέχει τη μερίδα του λέοντος. Σε αυτό το σύγχρονο πολεμικό κλίμα εντάσσεται και το ιστορικό μυθιστόρημα του Μάρκους Ζούσακ ‘’Η κλέφτρα των βιβλίων’’. Ως κεντρικό χαρακτήρα η αφήγηση ακολουθεί μια νεαρά δεσποινίδα, ονόματι Λίζελ Μέμινγκερ, την τραγικότερη φιγούρα της όλης εξιστόρησης, η οποία, στις αρχές της δεύτερης ένοπλης παγκόσμιας τρέλας, μετεωρίζεται μεταξύ κατοχής και απώλειας. Η ισχυρή της θέληση για ζωή και η φιλοπεριέργειά της θα την οδηγήσουν να χαλυβδώσει το χαρακτήρα της και να μεταβεί από την ημιάγρια κατάσταση στην οποία βρίσκεται, μετά το θάνατο του μικρού της αδελφού και της εγκατάλειψής της από τη βιολογική της μητέρα, σε ένα άτομο το οποίο αναπτύσσει ένα ισχυρό περίβλημα γύρω από τον εαυτό του, σε στιγμές όπου η ανάγκη επιτάσσει στους ανθρώπους να είναι πιο σκληροί και από το ατσάλι, προκειμένου να επιβιώσουν με οποιοδήποτε κόστος. Η ανάδοχη οικογένειά της την υποδέχεται με ανάμεικτα συναισθήματα, σε καμία περίπτωση μοναδικά.
Εδώ υπάρχει μια ελαφρά αντιστροφή των ρόλων. Ο πατριός της προσπαθεί να την κανει να περνά όσο το δυνατόν καλύτερα, κρατώντας το κεφάλι ψηλά και δείχνοντας δυναμικότητα, τόλμη και ψυχραιμία, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Από την άλλη η μητριά της παρουσιάζει ένα αυστηρότερο πρόσωπο, υπενθυμίζοντάς της τη θέση της στην κοινωνία, εξαιτίας της γυναικείας της φύσης, κρύβοντας κάτω από αυτό το σκληροτράχηλο προσωπείο μια ευαίσθητη ταυτότητα, η οποία, δεδομένων των συνθηκών, εμφανίζεται σε σπάνιες στιγμές για να καθησυχάσει το νεαρό κορίτσι και να της προσφέρει όσα η μοίρα της προσφέρει φειδωλά.
Η εγγραμματοσύνη αυτού του πλάσματος αναπτύσσεται σταθερά, από τη στιγμή που το υπόγειο του νέου της σπιτιού θα μετατραπεί σε ένα διαδραστικό λεξικό. Μεγάλο μέρος της δράσης πραγματοποιείται σε αυτό το υπόγειο, στο μισοσκόταδο, σε μια δυσπρόσιτη περιοχή, όπου η ζωή και ο θάνατος χορεύουν σφιχταγκαλιασμένοι και η γνώση δημιουργεί μια νέα πηγή φωτός, η οποία υπερπηδά όλα τα εμπόδια και διώχνει το σκοτάδι μακριά. Η φύλαξη του νεαρού εβραιόπουλου και η συντήρηση της ψυχής του με όλα τα βιβλία που του διαβάζει η Λίζελ αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της νίκης των βιβλίων σε μια εποχή όπου οι φασίζουσες ομάδες πάσης φύσεως δεν διστάζουν να τα στέλνουν σε μια ανίερη πυρά, η οποία στόχευε να εξαγνίσει την ψυχή των ουτοπιστών ειδωλολατρών, με το σύμβολο της πίστης τους θαλερό και να θριαμβολογεί για τις πράξεις του.
Μια δεύτερη εστία αντίστασης εντοπίζεται στους κόλπους της ναζιστικής νεολαίας, όταν ένα από τα παιδιά που ερωτεύεται τη Λίζελ, ο Ρούντι, έχει ως πρότυπο στο στίβο ένα νέγρο αθλητή, ο οποίος δεν διστάζει να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, και να ντροπιάζει ξεδιάντροπα τις επιδιώξεις του Τρίτου Ράιχ. Η αγάπη δεν αργεί να ανθίσει βαθιά μέσα του. Από μεριάς του υπάρχει πάντοτε κατανόηση για τις πράξεις της καλύτερής του φίλης και η ανταμοιβή του έρχεται προς το τέλος του βιβλίου.
Οι λέξεις νικούν, γιγαντώνονται, συμβολοποιούνται και στέκουν αμέριμνες μπρός στον αιμοδιψή κατακτητή, σίγουρες για το περιεχόμενο και το νόημά τους. Κάποτε το μικρό κορίτσι καλείται να καταγράψει τον εσωτερικό της κόσμο. Αυτή η πνευματική κατάθεση θα αποτελέσει μια ισχυρή παρακαταθήκη για τα επόμενα χρόνια, όταν τα γεγονότα θα έχουν ξεθωριάσει από τη μνήμη των ανθρώπων. Το δικό της βιβλίο θα συνεχίσει να πάλλεται από ζωή και να παραδίδει μαθήματα ήθους σε όποιον τύχει να το ανοίξει.
Ηδη από την αρχή του βιβλίου προσέχει κανείς τρία χρώματα, τα οποία κυριαρχούν, το κόκκινο, το λευκό και το μαύρο. Η καταστροφή, η απώλεια, η αθωότητα, η αφέλεια, ο θάνατος και η ελπίδα αναπτύσσουν εντονοτατες λογομαχίες, με φόντο μια πόλη χαμένη μέσα στη θύελλα των πολεμικών συγκρούσεων. Η αφηγηματική ροή του κειμένου μόνο γραμμική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Καθώς γίνονται πολλά άλματα μπροστά και πίσω στο χρόνο, χωρίς να προκαλούν δυσφορία στον αναγνώστη. Οι περιγραφές είναι κάπως κοφτές, σε σημείο να δίνουν στο κείμενο, σε κάποια μέρη του, τη μορφή ενός σύντομου μονολόγου ή καλύτερα μιας ασήμαντης εικόνας, η οποία στο τέλος αποδεικνύεται ένα ακόμη από τα κομμάτια του λογοτεχνικού πάζλ, η παρουσία του οποίου κρίνεται απαραίτητη για τη συμπλήρωσή του. Ακόμη και οι διάφορες επεξηγήσεις με τη μορφή σημειώσεων προσφέρουν ένα πλήρες θέαμα και μια ανακούφιση ως προς τη λεπτομέρεια, δίχως τη μορφή ψυχαναγκασμού.
Η ατμόσφαιρα που επικρατεί είναι εντονότατη και ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την επιλογή του ιδιαίτερου αφηγητή. Ο ίδιος ο Θάνατος εξιστορεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η παλινδρομική πορεία του ‘’τέλους’’ , ήδη από την αρχή, προσφέρει ρίγη συγκίνησης και κρατάει το ρυθμό της αγωνίας αμείωτο. Η ψυχρότητα με την οποία αντικρίζει το πλήγιασμα της ψυχής, την αφαίρεση του εαυτού μας κομμάτι – κομμάτι και την καλοσύνη σε όλο της το μεγαλείο συνάμα, προσθέτουν ζωτικότητα στο μυθιστόρημα και το ξαλαφρώνουν από τον όγκο του. Τη στιγμή που ο θάνατος των λέξεων και το σκίσιμο της γνώσης ρίχνουν το βαρύ τους πέπλο πάνω από την ανθρωπότητα, η επιμονή ενός μικρού κοριτσιού να αλλάξει την παρούσα κατάσταση προσφέρει ζεστασιά. Τα μέσα που χρησιμοποιεί για να πετύχει το σκοπό της αγιάζονται και η ίδια παραμένει ευχάριστα αμετανόητη.
Η συγγραφική τεχνοτροπία του κυρίου Ζούσακ ξεφεύγει από τα παραδοσιακά λογοτεχνικά καλούπια και καθιστά τη γραφή του ιδιαιτέρως γοητευτική και ενδιαφέρουσα. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει το στόχο του, θέτοντας σε εφαρμογή την αγάπη για το αντικείμενο και την περιήγησή του σε πεντακάθαρα νερά, με την έμπνευση να του κρατάει συντροφιά από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός