Ας φανταστούμε το εξής σκηνικό: Ένας άνθρωπος εισέρχεται σε ένα γνώριμο μέρος, στο οποίο έχει αναλάβει μια συγκεκριμένη εργασία. Πηγαίνει κάθε μέρα εκεί και συναντά τα ίδια άτομα. Οι σχέσεις που έχει μαζί τους είναι τυπικότατες (ας υποθέσουμε ότι τα άτομα που συναντά είναι ηλικιωμένοι). Οι δεύτεροι έχουν δώσει την εντύπωση ανθρώπων όχι και τόσο ενεργητικών, αφού ακόμη και στην ομιλία τους περιορίζονται στα απολύτως βασικά για την καθημερινή επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Κίνηση δεν υπάρχει πάνω τους και αν υπάρχει είναι ανεπαίσθητη.
Με άλλα λόγια δύσκολα ξεκουνιούνται από τη θέση τους. Η σιωπή είναι επιβλητική στο χώρο, για αυτό ο πρώτος χαρακτήρας μας ακούει μουσική, φορώντας ακουστικά και συνεχίζει αμέριμνος την εργασία του. Κάποτε συμβαίνει το εξής. Ένα ζευγάρι κλειδιά που έτυχε να έχει στη ζώνη του εκείνη την ημέρα κάνουν ένα ρυθμικό θόρυβο, καθώς ακολουθούν την κίνηση του σώματος του εργάτη. Εκείνος δεν το αντιλαμβάνεται, όμως οι γύρω του το έχουν συνειδητοποιήσει αμέσως. Τώρα κάτι αρχίζει να αλλάζει στο μουντό, κατά τα άλλα, τοπίο. Για πρώτη φορά παρατηρείται ενδιαφέρον για το θόρυβο που προκαλείται από τα προαναφερθέντα μεταλλικά αντικείμενα. Πόδια και χέρια σαν να ξεφεύγουν από την αγαλματένια θωριά τους και αποπειρώνται να κινηθούν στο ρυθμό. Ένα χτύπημα των δαχτύλων, ένα πάτημα του ποδιού στο πάτωμα, ένα νεύμα της κεφαλής και η αλλαγή ξεκινά. Ο χώρος παίρνει να ζωντανεύει, η διάθεση των ανθρώπων είναι εμφανώς διαφορετική, οι εκφράσεις τους μετατρέπονται σε πιο πρόσχαρες και ευγενικές. Και τότε έρχεται η καθοριστική στιγμή. Ο εργάτης παίρνει μια πιο χαλαρή στάση την ώρα που εργάζεται, με αποτέλεσμα το κινητό του ή το mp3 του ή το γουόκμαν του να μετακινηθεί από την τσέπη του και να πέσει στο έδαφος, αποσυνδεδεμένο πλέον από τα ακουστικά. Η μουσική γεμίζει το χώρο, τον έχει καταλάβει πλήρως τώρα. Για λίγες στιγμές ο εργάτης δεν έχει καταλάβει τί έχει γίνει, όταν όμως το συνειδητοποιεί, σπεύδει να μαζέψει το αντικείμενο από το πάτωμα. Το θέαμα που αντικρίζει τον αφήνει άναυδο.
Τα άτομα που θεωρούσε αντικοινωνικά αγάλματα με σάρκα και οστά έχουν αφήσει τα φανταστικά τους βάθρα και χορεύουν καλύτερα και εντονότερα από νεαρούς και νεαρές. Η μουσική έδωσε την αφορμή και ο χορός ξεκλείδωσε τα σώματά τους, τα οποία, όσα χρόνια και αν περάσουν, με την κατάλληλη παρακίνηση, αρνούνται να περιπέσουν σε αδράνεια. Εάν δεν το μαρτυρούσαν οι ίδιοι και οι ίδιες, με τις πράξεις τους, πώς θα μπορούσε να διεξαγάγει κανείς το συμπέρασμα ότι αυτά τα, φαινομενικά πάντοτε, παραιτημένα από τη ζωή γερόντια υπήρξαν κάποτε χορευτές ή μουσικοί ή ενδεχομένως και γυμναστές; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η δίψα τους για του βίου την προσφορά, ό,τι και να προσφέρει αυτός, παραμένει ακόρεστη. Αυτό το φαινόμενο αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες. Δεν περιορίζεται αυστηρά σε αυτούς, οι οποίοι βρίσκονται στη δύση τους. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, ανάλογα με την ψυχολογική τους κατάσταση και το κοινωνικό γεγονός στο οποίο τυγχάνει να συμμετέχουν, αισθάνονται την ανάγκη να επιδοθούν σε αυτό το σωματικό ξεβίδωμα, άλλοτε πιο χαλαρά και άλλοτε εντονότερα. Εκτός από διασκέδαση και εκτόνωση πολλοί κάνουν λόγο για πνευματική ανάταση, για απόλυτη επικοινωνία του νου με το περιβάλλον και το σώμα του, για μια καθολική αρμονία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από τα αρχαία χρόνια παρατηρούμε την ανθρωπότητα να ασχολείται σοβαρά με κάτι, το οποίο πηγάζει από μέσα της. Συγκεκριμένες κινήσεις συγκεκριμένων προσώπων σε διάφορες θρησκευτικές τελετές αποτελούν μια πρώιμη χορογραφία σχετικά με την απόδοση τιμής στον εκάστοτε θεό. Η κάθε κίνηση έχει τη σημασία της, το ιδιαίτερο νόημά της. Αργότερα παρατηρούνται ακόμη πιο οργανωμένες προσπάθειες με θεαματικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, όσον αφορά την οργάνωση των δραματικών, κυρίως, αγώνων.
Ο χορός εκφράζει τα συναισθήματά μας. Έτσι, σε πρώιμη μορφή, τίθεται στην υπηρεσία αυτών, οι οποίοι προσπαθούν να προσελκύσουν τον/την πιθανό/ή ερωτικό/ή του σύντροφο, προκαλώντας το ενδιαφέρον τους με συγκεκριμένες κινήσεις. Στο ζωικό βασίλειο το παρατηρεί κανείς σε κάποιες κοινωνίες πτηνών, οι οποίες κάποτε πασχίζουν υπερβολικά για να προετοιμάσουν το ερωτικό τους κάλεσμα. Μα ποιος είπε ότι αυτό περιορίζεται στα ζώα; Μήπως οι άνθρωποι δεν το κάνουμε αυτό, άλλοτε άμεσα, άλλοτε έμμεσα; Δεν είναι τυχαίο ότι τα διάφορα είδη χορού που έχουν επινοηθεί εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό και λαμβάνουν και τον ιδιαίτερο χαρακτηρισμό τους, όπως ρομαντικός, ερωτικός, σοβαρός, χαρούμενος, θρηνητικός.
Το σώμα μας μιλάει. Έχει αναπτύξει τη δική του γλώσσα, η οποία με τα χρόνια έχει αποκρυπτογραφηθεί από ειδικούς και μη. Έτσι με μια κίνηση ή με μια στάση μας δίνουμε το αντίστοιχο μήνυμα στο άτομο που έχουμε απέναντί μας. Τί είναι αυτό που παρακινεί κάποιον να χορέψει; Η επαφή με τη φύση, η μίμησή της, οι κινήσεις κάποιων ζώων, οι οποίες στα μάτια μας φαντάζουν αέρινες και αρμονικές.
Και όντως είναι. Από εκεί και πέρα ο αυτοσχεδιασμός αναλαμβάνει. Κάποτε τα είδη του χορού αλλάζουν χαρακτήρα και φτάνουν να σημαίνουν κάτι άλλο, με τις ίδιες όμως, κινήσεις. Ένα κλασικό παράδειγμα αποτελεί το ζεϊμπέκικο, το οποίο, από πολεμικός χορός των Ζεϊμπέκων της Μικράς Ασίας, έφτασε σήμερα να χορεύεται από τους θαμώνες κυρίως λαϊκών μαγαζιών, είτε σε περιπτώσεις μεγάλης χαράς, είτε σε περιπτώσεις μεγάλης λύπης.
Διδάσκεται ο χορός; Και ναι και όχι. Είναι δυνατόν για οποιονδήποτε να προσπαθήσει να δαμάσει το είδος του χορού που τον ενδιαφέρει. Με την κατάλληλη καθοδήγηση κάποιοι τα καταφέρνουν πιο εύκολα και κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται περισσότερο. Από εκεί και πέρα οι σωματικές δυνατότητες μας δίνουν την ώθηση να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας ή μας περιορίζουν. Αυτό όμως που δεν μπορεί να δαμαστεί με τίποτα, σε κάποιες περιπτώσεις ούτε και να κατανοηθεί πλήρως, είναι ο εσωτερικός ρυθμός που κατέχει ο κάθε άνθρωπος μέσα του. Η πραγματική χαρά, ο αυθορμητισμός και η αγάπη για κάτι που δεν επιβλήθηκε, πολλές φορές καθιστούν πολλούς ερασιτέχνες χορευτές επαρκέστερους από άλλους επαγγελματίες.
Ένα άλλο ερώτημα που ανακύπτει από τη συζήτηση είναι το εξής. Αφού ο χορός προσφέρει τόσα οφέλη, γιατί υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι τον απαρνούνται; Είναι γεγονός ότι, ενώ όλοι διαθέτουν τις δυνατότητες για οτιδήποτε, άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό, ορισμένοι αρνούνται να αφεθούν στο ρυθμό της μουσικής και να λικνιστούν αντιστοίχως. Η άγνοια είναι ένα ισχυρό, αλλά όχι ακλόνητο επιχείρημα. Άλλοι φοβούνται την κοινωνική κατακραυγή, άλλοι δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, άλλοι δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν κάποιο
σωματικό τους ελάττωμα, άλλοι θεωρούν ότι ο ψυχισμός τους εκφράζεται καλύτερα με διαφορετικό τρόπο και άλλοι αποστρέφονται το χορό, διότι τον βρίσκουν κοπιαστικό, ανιαρό και αφελή. Η όποια άποψη θεωρείται σεβαστή, ας μην ξεχνούμε όμως τον κόπο που απαιτείται για την προετοιμασία και τη μάθηση οποιασδήποτε επιστήμης και τέχνης από ανθρώπους που μεγάλο μέρος της ζωής τους έχουν επενδύσει σε κάτι που αγαπούν και εκτιμούν ιδιαιτέρως. Ο χορός, όσο ευτελής και αν φαντάζει στα μάτια κάποιων, έχει τρομακτικές απαιτήσεις, για αυτό και τις τελευταίες δεκαετίες έχει χαρακτηριστεί και ως άθλημα. Μέσω αυτού πολλοί και πολλές έχουν την ευκαιρία να γυμνάσουν το σώμα τους και να οργανώσουν το μυαλό τους, καθώς η ψυχή θέτει σε λειτουργία τους μυώνες και τους κινεί με βάση τη βούλησή της. Έτσι η αυτοπεποίθησή μας βελτιώνεται, όπως και η κοινωνικότητά μας. Φυσικά ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει. Την επόμενη φορά όμως που θα βρεθούμε σε μια περίσταση όπου θα συμπεριλαμβάνεται και χορός, ας δώσουμε μίαν ευκαιρία στον εαυτό μας. Ποτέ δεν ξέρει κανείς πού μπορεί αυτή η επιλογή να μας οδηγήσει ή τί μπορεί να μας προσφέρει.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός