CUB 90CC

freeminds

 

Καθόταν και περίμενε στις άβολες καρέκλες της αίθουσας αναμονής, δεν ένιωθε και τόσο άνετα. Λίγο η αποστροφή του για τα νοσοκομεία, λίγο οι νοσηλεύτριες με τα πονηρά γέλια που δεν του έδιναν καμία απολύτως σημασία είχαν κάνει την ψυχολογία του σκατά. Την κατάσταση χειροτέρευε μια υπέρβαρη ή απλά χοντρή γυναίκα που έπαιζε φωνάζοντας με την μικρή της κόρη.  Σε κάποια φάση η υπέρβαρη, χοντρή κύρια γύρισε προς την μικρή και της είπε « Αν δεν κάτσεις καλά, απόψε δεν θα κοιμηθούμε μαζί» Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν η εξής «Χριστέ μου, αυτό ακούγεται  περισσότερο σαν λύτρωση παρά σαν τιμωρία»
Κοίταξε την μικρή μέσα στα μάτια σαν να ήθελα να της πει «κάνε περισσότερη φασαρία, μόνο έτσι θα μπορέσεις να αποφύγεις να περάσεις την νύχτα σου με μια φάλαινα»
Το μόνο που κατάφερε  ήταν να κάνει το κοριτσάκι να κλάψει και την χοντρή να του ρίξει ένα ξινισμένο βλέμμα γεμάτο μίσος. «Σκατά. Τι θέλω και ανακατεύομαι στις ζωές των άλλων» Σκέφτηκε.

Την είχε προσέξει από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο λύκειο. Στο λύκειο του καλύτερα.
Είχε μείνει ήδη δυο χρονιές στο γυμνάσιο και άλλη μια στην πρώτη λυκείου. Εκεί πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν άτυχος, καθότι έπεσε σε χρονιά μεταρρυθμίσεων του εκπαιδευτικού συστήματος και όσο και αν ήθελαν οι καθηγητές να τον ξεφορτωθούν, προάγοντας τον, εκείνη την μοναδική χρονιά είχε καταργηθεί ο θεσμός των μετεξεταστέων. Δηλαδή αν έμενες έστω και σε ένα μάθημα έμενες για τα καλά. Δηλαδή σκέτη γκαντεμιά.

 

Περνούσε όλα τα υπόλοιπα παιδιά 3 χρόνια. Ήταν ο μοναδικός που στην τριήμερη εκτός από χίλιες δυο άχρηστες μαλακίες, είχε μαζί του ένα mach 3, gel ξυρίσματος και after shave Nivea. Tα ξυραφάκια του έκαναν 15 ευρώ και κάθε φορά που η μανά του έφερνε καινούρια ανταλλακτικά, γκρίνιαζε για το πόσο ακριβά και για το πόσο αποτυχημένος ήταν. Πότε πότε ανταπέδιδε και εκείνος τις προσβολές αλλά μετά πάντα ένιωθε τύψεις για το γεγονός πως μίλησε άσχημα στην μητέρα του και έτσι είχε πάρει την απόφαση να κλείνετε στο δωμάτιο του (το οποίο έμοιαζε υπερβολικά παιδικό για έναν άνθρωπο της ηλικίας του) και να δυναμώνει προκλητικά την ένταση της μουσικής. (Πράγμα επίσης παιδικό.)

Ήταν ο άρχοντας του σχολείου και αυτό το γνώριζαν όλοι. Οποίον έβλεπε να της κολλάει του έκανε την ζωή μαύρη, με κάθε τρόπο. Με τα κορίτσια δεν τα πήγαινε και τόσο καλά, μάλλον τoν φοβόντουσαν. Ναι μεν είχε κάποια ατού σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, όπως ένα φτιαγμένο cub 90cc, δυο τρύπες στο αριστερό αυτί και αναπτυγμένη σωματική διάπλαση. Έχανε όμως σημαντικά στον πρόλογο. Έπρεπε να καταλάβει πριν είναι πολύ αργά και εκείνος καταλήξει στην οικοδομή με τον πατέρα του και εκείνη σε κάποιο πανεπιστήμιο τις επαρχίας, γλεντώντας και αλλάζοντας καθημερινά σεντόνια στο ημίδιπλο κρεβάτι της, πως σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να το φτύνουν, να του κολλάνε τσίχλες στα μαλλιά η να το φωνάζουν “μπάζο” .

‘Oλα αυτά ήταν απλά εκφάνσεις μιας ανώριμης σεξουαλικότητας. Πρόταση τις οποίας η μόνη λέξη που γνώριζε ήταν «μιας» και αυτή όχι με τόσο μεγάλη σιγουριά για το που και πως πρέπει να χρησιμοποιήσετε.

Τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού οι γονείς της έφευγαν για το εξοχικό τους στην Χαλκιδική. Θυμόταν την πρώτη φορά που τον είχε καλέσει σπίτι της. Ο θόρυβος από την Sebring εξάτμιση θα ξυπνούσε σίγουρα την γιαγιά της που έμενε ακριβώς δίπλα. Έσβησε την μηχανή δυο στενά πριν φτάσει, το πήγε τσουλώντας και πάρκαρε κάτω από μια λάμπα. Εκείνο το βράδυ η ασημόλευκη πέρλα πάνω στα πλαστικά έλαμπε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι λίγο πριν ξημερώσει, με τους γονείς της να κοιμούνται ήσυχοι στο εξοχικό τους, ήσυχοι πως κανένας δεν πρόκειται να τους διαφθείρει την μονάκριβη κορούλα και με τον υπόλοιπο κόσμο να στροβιλίζεται στη δίνη του καλοκαιρινού Ονείρου, εκείνοι ήταν απλά εκεί, κοιτάζοντας το ταβάνι και απαριθμώντας τα γλυκά που τραβούσε η όρεξη τους.

«Λοιπόν, εγώ θα ήθελα.. χμ, ίσως μια τρούφα. Αλλά όχι με την φτηνιάρικη σοκολάτα, με την καλή, εκείνη που είναι σαν κρεμά»

«Ίσως ένα φρέσκο ροξ» Συμπλήρωσε εκείνη

«Όχι, όχι το βρήκα! Ένα σουφλέ σοκολάτας, να χώνεις μεσα το κουτάλι και να τρέχει ζεστή σοκολάτα»

Μπορούσαν να το κάνουν για ώρες αυτό. Άφηναν την φαντασία τους ελεύθερη και λέγανε για φαγητά, για ταξίδια που θα ήθελαν να κάνουν, για μέρη που θα ήθελαν να δουν, για πράγματα που θα ήθελαν να αποκτήσουν.

Το πρώτο φως του ήλιου τούς έβρισκε πάντα με άδεια χέρια.

Τα λεπτά περνούσαν αργά και ένιωθε τον κώλο του να ιδρώνει στην κίτρινη πλαστική καρέκλα. Γιατροί πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε, άλλοτε βιαστικοί κρατώντας μεγάλους πράσινους φακέλους και άλλοτε χαλαρά  φλερτάροντας με τις νοσοκόμες.
Το μέτωπο του έσταζε, το στομάχι του πονούσε και δυο σκέψεις του βασάνιζαν το μυαλό «Ποιο θα είναι το επόμενο πιστόνι που θα βάλω στο παπί και γαμώτο έπρεπε να είχα φορέσει προφυλακτικό».

Λούφαξε πίσω την πλάτη και άφησε ελεύθερο το λαιμό του. Κοιτούσε τις μεγάλες λάμπες φθορίου. Έμεναν μόνο δέκα μέρες για τον Σεπτέμβριο.

 

Γιώργος Τελτζίδης
www.parallaximag.gr

Leave a Reply