Δεν υπήρχε πιο έτοιμος άνθρωπος για τις γιορτές από εμένα.

Οι τρίχες της γάζας με ενοχλούσαν στο στόμα, αλλά δεν είχα δύναμη να ασχοληθώ. Τα μάτια μου μ’ έσφιγγαν, το κεφάλι μου μ’ έσφιγγε, όλα ήταν δύσκολα. Τουλάχιστον σήμερα τα φώτα δεν μου φαίνονταν δυνατά. “Τί κάνει ο όμορφος; Σήμερα θα σε πάρουν, ε;”
Κούνησα κάπως το κεφάλι μου, χωρίς να μου φύγουν σάλια στην κρύα, πλαστική μάσκα. Στα 73 μου δύσκολα κάποιος θα με έλεγε όμορφο, αλλά ήταν- φαντάζομαι- μέρος της ψυχολογικής υποστήριξης ασθενών. Είχα περίπου 3 εβδομάδες μέσα και αν μπορούσα να υπολογίσω σωστά, έβγαινα κάπου πριν τα Χριστούγεννα. Το ακριβές των ημερών μου διέφευγε και όταν ήμουν καλά, δεν χρειαζόταν να γλυστρήσει το μηχανάκι για να χάσω τις μέρες. Μόνος μου έπεσα και όλοι- εγγόνια και παιδιά- κάθε μέρα στα βαριά όνειρα των αναλγητικών και των αντιβιώσεων δικαιώνονταν με το “τί το θες το δίκυκλο- είσαι εσύ για τέτοια”;

Γύρω στο μεσημέρι ένα πόδι που πάλευε με το σπασμένο φρένο του κρεβατιού μου με ξύπνησε.
“Κύριε Αντώνη, σε περιμένουν τα παιδιά; Μου είπαν να σε κατεβάσω κάτω” με ρώτησε ένας ταλαιπωρημένος τραυματιοφορέας.
“Εε, νομίζω. Δεν ξέρω”. Φορούσε τόσα πολλά για αυτό το ρημαδιασμένο το COVID που δεν ξέρω αν τον κοιτούσα στα μάτια.
“Πόσο έχουμε;”
“Τί πράγμα;”
“Πόσο έχουμε; Πόσο του μηνός;”
“16” και ξεκίνησε η βαρκάδα μου στους ζεστούς διαδρόμους του Ιπποκρατείου. Που και που τα μάτια έκλειναν, ωστόσο μου έμεινε η κοπέλα που έπαιζε στο κινητό μέσα στο ασανσέρ και με κοίταζε κλεφτά. Όταν την πέτυχα οπτικά, μου χαμογέλασε∙ προσπάθησα να ανταποδώσω. Στο ισόγειο ένιωσα το κρύο του έξω, το κρύο του να μπορείς να κινείσαι και να είσαι κάπου έξω. Ο Κώστας με περίμενε στην είσοδο, ο σεκιουριτάς δεν τον άφηνε παραμέσα. Διάβαζε τις ξεφτισμένες ανακοινώσεις στον τοίχο.
“Εδώ”
“Έλα;”
“Εδώ, ο γιος μου”

Με μία επιδέξια κίνηση το φορείο- κρεβάτι γύρισε προς μία απροσδιόριστη ομάδα ανθρώπων στην είσοδο, μιας και δεν κατάλαβε ποιόν του έδειξα. Μετά από ένα θρίλερ μετακίνησης και αναπνοών έκατσα άβολα στου συνοδηγού, στο Micra του Κώστα. Το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι χαζά αθλητικά, ο κλιματισμός μου πετούσε σκόνη στα μάτια, αλλά απολάμβανα τον νέο αυτό κόσμο. Έρχονταν γιορτές, υπήρχε κίνηση στον δρόμο, αυτή η κίνηση που σε χαροποιεί. Τα stop των μπροστινών με ενοχλούσαν, αλλά κάπως το απολάμβανα. Οτιδήποτε κάτω από την μέση μου πονούσε, αλλά είχα βγει στον κρύο αέρα των ζωντανών.
“Να πάρουμε για τα παιδιά πράγματα”
“Καλά, δεν είσαι σε κατάσταση τώρα για τέτοια∙ θα το φροντίσουμε εμείς”
“Κώστα, οπωσδήποτε να πάρουμε πράγματα για τα παιδιά” προσπάθησα να ακουστώ επιτακτικός, ο μπαμπάς και παππούς όλων, όμως φευ, ήξερα πως δεν είχα το πάνω χέρι.
“Εντάξει μωρέ, σου λέω είμαστε εντάξει” και χαμογέλασε.
Τις επόμενες μέρες δεν είδα κανέναν, πλην των γιων μου και μίας ογκώδους κυρίας η οποία ήταν ο φύλακας άγγελός μου όταν χρειαζόμουν κάτι. Δεν είχα συνηθίσει σε περιποιήσεις και αφότου πέθανε η γυναίκα μου τα εξυπηρετούσα όλα μόνος μου. Δεν ήθελα να με φροντίζουν και είχα πει στον εαυτό μου καλύτερα να πέθαινα, παρά να μ’ έκαναν μπάνιο άλλοι. Τώρα η ταπείνωση είχε έρθει δια της πλαγίας οδού και δεν είχα επιλογή. Α! Είχα βρει και τις ημερομηνίες και πλέον ήμουν έτοιμος για τα Χριστούγεννα. Κάθε μέρα ένιωθα και λίγο καλύτερα και δεν μ’ ένοιαζε τί θα γινόταν μετά τις γιορτές. Είχα δει τόσα πολλά όταν ήμουν μέσα που όλα μου φαίνονταν άγια και χαρούμενα.

Μία μέρα έτσι όπως κοίταγα το φθαρμένο ύφασμα του καναπέ- έκανε κάτι σχέδια περίεργα- σκέφτηκα πως αν θα υπάρξει οικογενειακή μάζωξη, να κάνω μία grande entrée. Πήρα την συσκευή και πάλεψα με τα πλήκτρα. Το 8 είχε μία δική του άποψη για το πότε έπρεπε να δουλέψει.
“Έλα, πώς είσαι;”
“Καλά, να σε ρωτήσω, για γιορτές μιλήσατε με τον Αργύρη;”
“Ε, είπαμε πως μπορούμε να σε φέρουμε εδώ, σε μένα, μέρα Χριστουγέννων και αν θέλεις να φάμε όλοι μαζί. Αν πονάς, το αφήνουμε. Δεν υπάρχει θέμα”
“Όχι, κανονίστε το, το θέλω”

Είχα λίγες μέρες να οργανωθώ. Η Κριστέλλα μου έκανε την χάρη να ετοιμάσει τα καλά μου ρούχα και ο λογιστής μου ανέλαβε τις παραγγελίες δώρων στην terra incognita του internet. Καημένε Πέτρο και τί δεν σου έχω ζητήσει, από Απογραφή πληθυσμού μέχρι και παραγγελία δώρων..

Ήμουν έτοιμος. Δεν υπήρχε πιο έτοιμος άνθρωπος για τις γιορτές από εμένα. Είχα γλυτώσει την γλύστρα με το παπί, είχα πάρει εξιτήριο, είχα καταφέρει να δέσω τον κόμπο της γραβάτας και είχα και άρωμα από το μαγαζάκι απέναντι (7 ευρώ τα 30 ml παρακαλώ- επιλογή της κοπέλας εκεί). Δεν έδινα σημασία στο προγούλι που διακοσμούσε τον γιακά ή στην πλάτη που δεν ίσιωνε τελείως από τον πόνο. Δεν έδινα σημασία στα σκαρπίνια που ήθελαν και λίγο ανεξίτηλο μαρκαδόρο για να μην φαίνονται ξυσμένα ή στην γλώσσα που δεν είχε αίσθηση. Ήμουν όρθιος και πάνω απ΄όλα χτενισμένος, καθαρός, αρωματισμένος (δεν τα εκτιμάς αυτά, αν δεν περάσεις 8 ώρες με το ίδιο pampers). Ήμουν έτοιμος στην ώρα μου και η courier με τα δώρα ήταν εντάξει στις ημερομηνίες της.

Δεν υπήρχε πιο έτοιμος άνθρωπος για τις γιορτές από εμένα.
Το ασημί Micra έστριψε στο στενό και εγώ του χαμογέλασα.
“Γιατί δεν περίμενες την αναπάντητη;”
“Δεν το ακούω ποτέ. Χρόνια πολλά Κώστα. Χρόνια πολλά σε όλο τον κόσμο”.

Νικητής του διαγωνισμού άρθρου
Κατσαβέλης Δημήτριος