Σε παλαιότερες εποχές κυκλοφορούσε ένα σύντομο σχολικό ανέκδοτο, το οποίο πήγαινε ως εξής: ‘’Συνελήφθη μαθητής με μικροποσότητα βιβλίων στην κατοχή του!’’ Αυτή η σύντομη δήλωση ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, ακόμη και σήμερα, σε όσους εμπλέκονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, είτε έκαναν τη διαδρομή τους και επιλέγοντας το σημείο τερματισμού τους, αποσύρθηκαν, αλλά είχαν την τύχη το ταξίδι τους να τούς είναι αρεστό.
Τετριμμένο το ζήτημα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, μα διαχρονικό. Όσες συζητήσεις και να γίνουν για χάρη του, το θέμα παραμένει, αν και κάποιοι έχουν αντιρρήσεις, ανεξάντλητο. Φορώντας κανείς τα γυαλιά της νεολαίας μπορεί να παρακολουθήσει κομμάτι της ελληνικής μυθολογίας να ξεδιπλώνεται μπροστά του. Παρατηρεί τους μαθητές, σαν άλλους Σισύφους, να μετακινούν τα ασήκωτα βάρη που κρύβει η κάθε σχολική τσάντα μέχρι το βράδυ, για να ξαλαφρώσουν στο τέλος της ημέρας και να χαρούν τόσο όσο τους επιτρέπει η ώρα της ξεκούρασης, μέχρι τη στιγμή που θα είναι αναγκασμένοι να επαναλάβουν αυτό το καθήκον.
Εάν ζητούσαν από κάποιον από αυτούς να περιγράψει τη σχολική πράξη και να την παρομοιάσει με το είδος μιας ταινίας, η απάντηση θα ήταν ψυχολογικό θρίλερ, με τις κατάλληλες αιματηρές σκηνές. Ίσως κάποιος άλλος να τη χαρακτήριζε ως ένα μέτριο αστυνομικό, με δεδομένα και φανερά τα κίνητρα και το δολοφόνο. Άλλοι μπορεί να αναφέρονταν σε ένα βαρετό κοινωνικό έργο και άλλοι σε μια γλυκανάλατη αισθηματική κομεντί.
Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς. Το σχολικό περιβάλλον, ανέκαθεν τρομακτικό, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αγκαλιάσει τα παιδιά του, όμως οι περισσότεροι τρέμουν στην όψη του. Το εκπαιδευτικό προσωπικό οργανώνουν τις πεπαλαιωμένες οδηγίες στο μυαλό τους με πυξίδα σταματημένα ρολόγια και σπεύδουν να επιβληθούν σε όλους και όλες, πάντοτε με τη νοοτροπία ότι το δικό τους μάθημα είναι το καλύτερο και το απολύτως απαραίτητο για τη βελτίωση και την εξέλιξη του ανθρώπου. Ως δείκτη για το μπούσουλά τους χρησιμοποιούν τα σχολικά εγχειρίδια, αυτές τις δεμένες, τυπωμένες σελίδες που αναρωτιέται κανείς εάν πράγματι ανανεώνονται ή παραμένουν, επί της ουσίας, τα ίδια με εκείνα που πρωτοτυπώθηκαν σε περασμένα χρόνια. Η αισθητική τους σχεδόν ανύπαρκτη, η γλώσσα τους περίεργη, κάποτε και εχθρική απέναντι στο νεανικό νου και οι εικόνες, εάν υπάρχουν, απροσδιόριστες. Αυτά τα βιβλία, σε οποιαδήποτε επιστήμη και να αναφέρονται, θεωρούνται μιάσματα, φορείς ασθενειών, οι οποίες καραδοκούν να προσβάλουν το παιδί που θα τα ακουμπήσει. Για αυτό και πολλά άτομα τα αφήνουν στο σχολείο, κάτω από τα θρανία τους και κουβαλούν, με επιφύλαξη, τα απολύτως απαραίτητα, μέχρι τη λήξη της σχολικής χρονιάς, όπου ξεσπούν επάνω τους και τα κάνουν χαρτοπόλεμο. Έτσι το προαύλιο μεταμορφώνεται σε ένα πεδίο μάχης, με πνευματικά πτώματα σκισμένες σελίδες και εξώφυλλα.
Προς τί όλη αυτή η αποστροφή και η απαξίωση; Η συνηθέστερη δικαιολογία είναι το γεγονός ότι δεν συμβαδίζουν με την εποχή τους. Την ώρα που η πληροφόρηση τρέχει με ασύλληπτο ρυθμό, τα παιδιά σκύβουν το κεφάλι πάνω από πράγματα που γράφτηκαν ή και φωτογραφήθηκαν πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια. Αυτή η ασυμβατότητα τους προξενεί πονοκέφαλο, ιδίως εάν αυτά δεν είναι πίσω από μια οθόνη. Εάν υπάρχει ένα ελάχιστο ενδιαφέρον και αυτό με τη σειρά του θα χαθεί, επειδή θα αναφερθούν μόνο πράγματα, τα οποία αναγράφονται ήδη στο στενό πλαίσιο του βιβλίου και τίποτα παραπάνω. Δυστυχώς η φαντασία δεν έχει την εξουσία και η όλη κατάσταση πέφτει σε ένα τέλμα. Το όλο τοπίο παίρνει ένα χρώμα σκοτεινό.
Όμως κάπου διακρίνεται μια έντονη φωτεινή σπίθα, η οποία χαλάει και καλά κάνει, την ομοιομορφία της μουνταμάρας. Φωνές αισιοδοξίας ορθώνονται και η οπτική της κατάστασης διαφοροποιείται. Τώρα το όποιο σχολικό περιβάλλον δείχνει ένα άλλο πρόσωπο και έχει ως στόχο να υποδεχτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους επισκέπτες του και να τους κάνει να νιώσουν άνετα. Όλοι οι εκπαιδευτικοί επιστρατεύουν τη νόησή τους, δεν νωθρεύουν και επινοούν νέους τρόπους προσέγγισης ενός αντικειμένου. Τα βιβλία, με την όποια εμφάνισή τους, ανοίγουν νέους δρόμους στα μυαλά τους και τα οδηγούν σε νέες ανακαλύψεις.
Ας είμαστε όμως συγκρατημένοι. Ολα αυτά δεν συμβαίνουν ξαφνικά, με ένα μαγικό τρόπο. Χρειάζονται χρόνος, πρωτοβουλία και ώριμη σκέψη. Μπορεί πολλές από τις σχολικές μονάδες με δυσκολία να χαρακτηρίζονται λειτουργικές, άλλα όποιος διψά για γνώση θα την αναζητήσει οπουδήποτε. Είναι γεγονός ότι πολλοί καθηγητές, κυρίως λόγω ηλικίας, αδυνατούν να συμβαδίσουν με τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, όμως η ευθύνη απέναντι στη μαθητιώσα νεολαία είναι μεγάλη. Έτσι ακόμη και οι πιο αρνητικοί απέναντι σε αυτό το δεδομένο οφείλουν να κάνουν μια μικρή υποχώρηση, η οποία, ενδεχομένως να τους φανεί σωτήρια. Όσο για τα σχολικά εγχειρίδια, μπορεί κάποια από αυτά να είναι αρκετά εξειδικευμένα, αλλά σε καμία περίπτωση απρόσιτα στο μαθητικό κοινό. Με άλλα λόγια δεν καθίστανται ούτε κάρφος ούτε χάρμα οφθαλμών. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Κάποιες από τις πληροφορίες που παρέχονται μπορεί να είναι ξεπερασμένες, όμως ακόμη και η ειδική γνώση κάνει τη διαφορά. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το υποστηρικτικό υλικό, από όπου και να προέρχεται αυτό, κρίνεται απαραίτητο. Εάν ένα κτίριο μένει μόνο στα θεμέλια, τα οποία φυσικά είναι σημαντικότατα, τότε θα παραμείνει αιωνίως ημιτελές. Όλο και νέα στοιχεία πρέπει να προστίθενται, τα οποία θα ανταποκρίνονται στο πνεύμα της εποχής, μα και θα θυμίζουν την προηγούμενη κατάσταση, για λόγους έρευνας και σύγκρισης, ώστε το μέλλον να αντιμετωπίζεται πιο οργανωμένα. Εννοείται ότι διαχρονικά έργα, έργα αναφοράς, είναι πάντοτε καλοδεχούμενα, αρκεί να παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνουν το παιδί να τα αναζητήσει και να τα μελετήσει.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Κάποια πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν. Η πλειοψηφία των μαθητών θα θεωρούν τα σχολικά μαθήματα ανούσια και απαρχαιωμένα. Λίγοι είναι αυτοί, οι οποίοι γυρνώντας το χρόνο πίσω θα έχουν να πουν έναν καλό λόγο για τα βιβλία που έπρεπε να διαβάσουν, για τον τρόπο κατά τον οποίο διδάχτηκαν όλα τα αντικείμενα και για τους καθηγητές που τους δίδαξαν ό,τι του δίδαξαν. Όμως το μεγάλο στοίχημα αφορά τον περιορισμό των ακραίων φωνών και την απόπειρα δημιουργίας μια ομοιομορφίας, όπου στο τέλος μιας σχολικής χρονιάς το μόνο που θα μένει να ειπωθεί θα είναι το ότι παρά τις όποιες δυσκολίες και τις όποιες επιλογές έκανε κάποιος, καθώς το γούστο ποικίλλει, ελάχιστες άσχημες αναμνήσεις έχει, μα πάνω από όλα είχε την τύχη να διδαχτεί ανθρωπιά. Και όσο για τα βιβλία, ας παραμένουν άθικτα, φυλαγμένα, πιθανόν, για τις επόμενες φουρνιές των μαθητών που θα τα πάρουν στα χέρια τους, μέχρι την ώρα που οι ανάγκες του χρονικού σημείου θα προβάλουν το αίτημα αντικατάστασής τους και την, όσο το δυνατόν, προσεχτικότερη συγγραφή νέων.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός