Τώρα πια έχασε και την υπομονή να ακούει ένα τραγούδι ολόκληρο. Ήταν άνοιξη και τα βράδια μύριζαν νυχτολούλουδο. Πόσο περίεργο και αισιόδοξο. Τόσο όμορφο που σχεδόν τον ενοχλούσε.
Η λεωφόρος Αλεξάνδρας πάντα είχε κίνηση, πάνω, κάτω. Συνεχεία. Οι μπάτσοι περνούσαν βιαστικοί με τις σειρήνες αναμμένες, κάνοντας φασαρία, θέλοντας να δείξουν την παρουσία τους. Πρεζάκια, πουτάνες, μεθύστακες, καμένα χαρτιά γεμάτα σοφία. Φυλής, Mεταξουργείο. Τα κυριλέ studio και τα λούμπεν μπουρδέλα του δεκαπεντάευρου. Κάποτε μέσα ένα τέτοιο μια δυστυχισμένη κούκλα από την Γεωργία του είπε σ`αγαπώ. Δευτερόλεπτα μετά τελείωσε μέσα της. Τον καληνύχτισε με ένα φιλί στο μάγουλο, έξω περίμεναν πελάτες. Της ευχήθηκε καλή συνεχεία, γύρισε και τον κοίταξε θλιμμένα. Λάθος ευχή. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να σωθούν και άνθρωποι που απλά δεν μπορούν.
Έτσι πως πας θα μείνεις ολομόναχος μια μέρα, του είχε πει ένας φίλος κάποτε. Βαθιά μέσα του ίσως και να το επιδίωκε. Έπρεπε να προσέχει τι εύχεται. Εκούσιος εγκλεισμός και για αποασυλοποίηση ούτε λόγος. Καμία φορά σκεφτόταν πως θα ήθελε να ερωτευτεί. Δεν μπορούσε, δεν είχε τίποτα μέσα του αλλά και να είχε, καμία δεν θα είχε τόσο υπομονή να κάτσει να το ανακαλύψει. Στα βράδυνα νυφοπάζαρα “μετρούσε” αλλά ήταν υπερόπτης χωρίς να είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Οι γυναίκες εύκολα έπαιρναν το βλέμμα τους από πάνω του αναζητώντας κάποιο άλλο “λάθος”. Εξαργύρωνε την υπεροψία του με νύχτες γεμάτες θλίψη. Η μιζέρια είναι γερο ναρκωτικό έτσι και ταξιδέψεις μαζί της δύσκολα την αφήνεις. Ο ηδονισμός της απραξίας.
Ντύθηκε, βγήκε έξω για να αντιμετωπίσει τον κόσμο από την αρχή. Κάποτε η πολυκοσμία και η φασαρία του τρυπούσαν το μυαλό, πλέον αυτό ήταν το σπίτι του.
Το μεγάλο Δώρο της ανωνυμίας, να μπορείς να υποδύεσαι οποίο ρόλο θέλεις, διαφορετικό κάθε μέρα. Δεν έπιανε πάντα αλλά είχε φορές που λειτουργούσε. Άνοιξε την βαριά πόρτα και βγήκε έξω. Ο ήλιος του έκαιγε τα μάτια. Τα έκλεισε. «Σήμερα λέω να είμαι εγώ». Σκέφτηκε.
Γ.Τ