Σε αντίθεση προς τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς , που εδώ και χρόνια ασχολούνται με το φασιστικό, ναζιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και του Χίτλερ αντίστοιχα, …στην Ελλάδα δεν είχαμε για πολλά χρόνια τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία, να μιλήσουμε για την 4η Αυγούστου, με την απόσταση που επιβάλλεται. Κι αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί επρόκειτο για μια περίοδο στην εθνική μας ζωή, που άφησε αρκετά βαθιά σημάδια.
Μια βασική παρεξήγηση εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι και σήμερα, μια παρεξήγηση που συνίσταται στο να ταυτίζει την 4η Αυγούστου και το καθεστώς της , με τα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου. Δηλαδή, με τα καθεστώτα εκείνα, που επεβλήθησαν στις περισσότερες χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια της πολυτάραχης εκείνης εποχής. Και μπορεί μεν ο όρος «φασιστικό» να προσιδιάζει πολιτικά για να χαρακτηριστούν οι μέθοδοι του καθεστώτος , δεν είναι εντούτοις επιστημονικά ορθώς. Γιατί υπήρχε μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην 4η Αυγούστου και τα κατά κυριολεξία φασιστικά καθεστώτα, και κυρίως αναφέρομαι στο Ιταλικό και το Γερμανικό. Η μεγάλη διαφορά συνίσταται στο ότι σε αντίθεση προς την Ιταλία και τη Γερμανία, δεν υπήρξε κάποιο λαϊκό φασιστικό κίνημα ή κόμμα , στο οποίο να στηρίχθηκε το αυταρχικό καθεστώς για να επιβάλλει τη δικτατορία του. Στη χώρα μας τέτοιο κίνημα, παρά το ότι υπήρξαν κάποιες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση δεν υπήρξε. Τέτοιες κινήσεις στην περίοδο του Μεσοπολέμου και τη δεκαετία του 1930 με 1940 ήταν εντελώς περιθωριακές. Η Ελλάδα είχε κανείς την αίσθηση ότι χωρίζεται στα δύο, στο πλαίσιο του Εθνικού διχασμού. Η 4η Αυγούστου ήταν απόρροια της παράτασης και των αδιεξόδων του Εθνικού διχασμού, και ειδικότερα του αδιεξόδου, που προκάλεσε η μη ανάδειξη αυτοδύναμης πλειοψηφίας στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936. Η ανικανότητα , λοιπόν, του πολιτικού κόσμου να δώσει λύσεις σε συνδυασμό και με το διεθνές κλίμα που σκοτείνιαζε, οδήγησαν στην επιβολή της 4ης Αυγούστου , αφού προηγουμένως σε μια κίνηση που φανερώνει ακριβώς τον εξευτελισμό θα λέγαμε των κοινοβουλευτικών θεσμών, ο Ιωάννης Μεταξάς , παρά τις διακηρυγμένες αντικοινοβουλευτικές του θέσεις , έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία. Μόνο το Κομμουνιστικό κόμμα και ο Γεώργιος Παπανδρέου ψήφισαν εναντίον , ενώ απείχαν ορισμένες ακόμη γνωστές φυσιογνωμίες της δημοκρατικής παράταξης του Μεσοπολέμου, μεταξύ άλλων και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Η έλλειψη , συνεπώς , ενός φασιστικού κόμματος στο οποίο να στηρίζεται το καθεστώς , είναι βασική ιδιομορφία του καθεστώτος ,που δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό του κατά επιστημονική ακριβολογία ως φασιστικού καθεστώτος.
Ποια ήταν όμως η «φύση» της 4ης Αυγούστου; Δεν θα μπορούσε να γίνει φασιστικό καθεστώς στη συνέχεια; Σε αυτό το σημείο , το στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ο δυϊσμός , η διαρχία στη κορυφή του καθεστώτος. Με άλλα λόγια, δεν είχαμε έναν παντοδύναμο δικτάτορα, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θέλησή του και τη φασιστική οργάνωση της κοινωνίας, όπως συνέβη στην Ιταλία ή και στη Γερμανία. Υπήρξε ένα σημαντικό αντίβαρο στον δικτάτορα, που ήταν ο Βασιλιάς. Ο Γεώργιος Β’ έπαιζε έναν διαφορετικό ρόλο από τον ρόλο , που θέλησε να διαδραματίσει ο Ι. Μεταξάς, καθώς απηχούσε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και διαφορετικές ξένες επιρροές. Φιλοβρετανός ,σε αντίθεση προς τον φιλογερμανό Μεταξά, έβλεπε τη δικτατορία περισσότερο ως πρόσκαιρη παρένθεση, ως απάντηση στα αδιέξοδα του κοινοβουλευτισμού και τη κρίση που είχε προκαλέσει ο Εθνικός διχασμός, ενώ από την άλλη πλευρά ο Μεταξάς εμπνεόταν από φασιστικού τύπου ιδεολογίες , τις οποίες σημειωτέον και την προηγούμενη περίοδο δεν είχε αποκρύψει. Η αντίθεση μεταξύ των δύο, δηλαδή του Βασιλιά και του Ι. Μεταξά, ήταν η πηγή της θεσμικής , θα μπορούσαμε να πούμε , «ασυνέπειας» του καθεστώτος, το οποίο ήταν σαφώς μεν δικτατορικό , αλλά ανατρέχοντας κανείς σε κείμενα των θεωρητικών και της προπαγάνδας του καθεστώτος , θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει ότι ήταν μια δικτατορία, η οποία επεδίωκε να εμφανιστεί ότι κινείται στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1911, όπως είχε επαναφερθεί σε ισχύ το 1935. Είναι έτσι χαρακτηριστικό, το γεγονός ότι για τους θεωρητικούς του καθεστώτος το άρθρο εκείνο του Συντάγματος , που αναφέρει ότι η πηγή των εξουσιών είναι ο «λαός», εξακολουθούσε να παραμένει σε ισχύ, με τη μόνη διαφορά, πως αντί του «λαού» αντιλαμβάνονται ότι η πηγή των εξουσιών είναι το «έθνος», το οποίο «έθνος» μπορεί να εκφράζεται – όπως έλεγαν – και «υφαινώς» ακόμη, και όχι από το άθροισμα των ατομικών θελήσεων των εκλογέων. Σε αυτές τις αντιθέσεις, μεταξύ του Γεωργίου και του Μεταξά, οφείλεται το γεγονός ότι δεν επεβλήθησαν στη χώρα μας τα μοντέλα και τα συνθήματα ολοκληρωτικής φύσεως, παρά το γεγονός ότι ο Μεταξάς το επιδίωξε είτε με τα «τάγματα ασφαλείας» , είτε και με την ανάπτυξη της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), στην οποία είχε στηρίξει πάρα πολλές ελπίδες για την απόκτηση από το καθεστώς της λαϊκής απηχήσεως.
Το άλλο σκέλος της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου είναι η καταπάτηση των ελευθεριών, και εδώ το ενδιαφέρον είναι πως τυπικά το Σύνταγμα εξακολουθούσε να ισχύει. Βέβαια, είχαν θεσπιστεί μια σειρά από ανελεύθερους νόμους , οι οποίοι παρά την αντισυνταγματικότητά τους, εφαρμόζονταν και με βάσει αυτούς διώκονταν οι αντίπαλοι του καθεστώτος. Το χαρακτηριστικό της νομοθεσίας της 4ης Αυγούστου είναι ο «κολασμός» του φρονήματος. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής έχουμε την θέσπιση και τη γενίκευση της μεθόδου των δηλώσεων μετανοίας και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, όπου αντίπαλοι ή ύποπτοι ως αντίπαλοι του καθεστώτος καλούνταν να προβούν σε δηλώσεις με τις οποίες αποκήρυσσαν το παρελθόν τους και υιοθετούσαν τις αρχές του καθεστώτος. Μάλιστα, αν αρνούνταν , οδηγούνταν χωρίς δίκη σε εκτόπιση ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ανατρέχοντας κανείς, σε εφημερίδες εκείνης της περιόδου, θα έβλεπε καθημερινά δηλώσεις επωνύμων και λιγότερο επωνύμων προσώπων , όπου δηλώνουν ότι αποκηρύσσουν το όποιο κομμουνιστικό ή άλλο πολιτικό παρελθόν τους, και ότι μετανιώνουν και υιοθετούν τις αρχές της 4ης Αυγούστου. Στην ίδια λογική εντάσσεται και η εγκύκλιος της δικτατορίας προς τις αστυνομικές αρχές που κατά βάση έλεγε να μην δικάζουν τον κόσμο, γιατί μετατρέπουν το εδώλιο του κατηγορουμένου σε βήμα για τη διακήρυξη των ανατρεπτικών απόψεών τους. Καλύτερα να τους εκτοπίζετε χωρίς δίκη στα νησιά ή και ενδεχομένως και σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο όρος «στρατόπεδα συγκεντρώσεως» απαντάται για πρώτη φορά σε νομοθετικά κείμενα της 4ης Αυγούστου, και ουσιαστικά συνίστατο στη συγκέντρωση των εκτοπισμένων σε φυλακές, κυρίως στη φυλακή της Ακροναυπλίας , όπου ζούσαν σαν να ήταν φυλακισμένοι, χωρίς να έχουν ποτέ δικαστεί. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν είναι γνωστές από πολλές μαρτυρίες. Επιπροσθέτως , από το 1938 και πέρα, στην ΕΟΝ χρησιμοποιούνταν μέθοδοι που φανάτιζαν νεαρά ιδίως παιδιά και τους έκαναν τέτοια «πλύση εγκεφάλου» , όπου υπήρχαν αρκετά περιστατικά να καταγγέλλονται γονείς από τα παιδιά, επειδή για παράδειγμα στο σπίτι ειπώθηκαν λόγια κατά του καθεστώτος. Τα νεαρά μέλη της ΕΟΝ ανέφεραν τέτοια περιστατικά στον αρμόδιο ομαδάρχη, ο οποίος με τη σειρά του τα διαβίβαζε στο Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφαλείας, του οποίου προϊστατο ο περιώνυμος Μανιαδάκης.
Το 1940 , ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς βρέθηκε διαχειριστής του πιο επικίνδυνου πολέμου της ιστορίας μας , με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τις φασιστικές δυνάμεις! Το περίφημο «Όχι» προς τους Ιταλούς και ο λαϊκός χείμαρρος της 28ης Οκτωβρίου δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Πώς όμως να το συνειδητοποιήσει και να το κατανοήσει ο αντιφατικός αυτός δικτάτορας, που δεν πολεμούσε για τη νίκη αλλά για την τιμή των όπλων, όπως έγραφε στο ημερολόγιό του. Ο Γεώργιος Σεφέρης έγραψε για το γεγονός αυτό «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Αλέξανδρος Νικολάου