Μερικά χρόνια πριν από το θάνατό του, ο παλαιός λαϊκός τραγουδιστής, τον οποίον σίγουρα θυμούνται οι παλαιότεροι με νοσταλγία, Γιάννης Πουλόπουλος, έκανε την τιμή να παραχωρήσει μια συνέντευξη σε έναν τηλεοπτικό σταθμό. Όταν η δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί δεν εμφανίζεται πλέον σε μαγαζιά και δεν προσφέρει στο κοινό του την φωνή του, εκείνος έδωσε μια πολύ διαφωτιστική απάντηση σχετικά με την αποχή του, η οποία έχει σχέση με την σημερινή κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η μουσική. ‘’-Παλιότερα οι άνθρωποι έλεγαν πάμε να ακούσουμε τον τάδε ή τη δείνα. Τώρα λένε πάμε να δούμε. ‘’ Αυτή η σχέση ήχου και εικόνας είναι που ορίζει την απόλυτη επιτυχία σε σχέση με αυτόν, ο οποίος εμπλέκεται μέσα σε αυτή την κατάσταση παραγωγής, δημιουργίας και γενικότερα ανησυχίας, προκειμένου αυτή η ρουτίνα της καθημερινότητας να σπάσει και να δώσει διάφορες εναλλακτικές διαδρομές προς την τέρψη της ψυχής.
Πριν από τη διάδοση της εικόνας, μέσω μιας φωτογραφικής μηχανής και την εφεύρεση του κινηματογράφου από τους αδελφούς Λιμιέρ, ο ήχος είχε τον πρώτο λόγο. Διάφοροι ζωγραφικοί πίνακες κατασκευάζονταν με βάση κάποια συγκεκριμένα ακούσματα, ανάμεσα στα οποία κυριαρχούσε η λεγόμενη κλασική μουσική, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Από εκεί και πέρα επήλθε μια ώσμωση με τις τοπικές μουσικές ανά τον κόσμο, με αποτέλεσμα την εξάπλωση της μουσικής στις μάζες και την ανάδειξη μουσικών ειδών, τα οποία ήταν αρκετά παραγκωνισμένα, εξαιτίας των διαφόρων κοινωνικών στερεοτύπων.
Έπειτα, έγινε αυτό, το οποίο αναμένεται. Τα διάφορα τοπικά μουσικά είδη, ακόμη και κάποια απαγορευμένα, έγιναν τόσο γνωστά, ώστε όλοι και όλες τα αγκάλιασαν, τα έκαναν κομμάτι του μικρόκοσμού τους και τα οδήγησαν σε νέα μονοπάτια και παραλλαγές, οι οποίες υπάρχουν μέχρι σήμερα, υπό νέα μορφή. Σε αυτό μεγάλο και σημαντικό ρόλο έπαιξε και η εφεύρεση και η διάδοση του ραδιοφώνου. Σχεδόν κάθε σπιτικό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, διέθετε στο σπίτι του ένα ραδιόφωνο ή τουλάχιστον σύχναζε σε χώρους, όπου βρισκόταν αυτό το τεχνολογικό θαύμα. Έτσι, δινόταν η δυνατότητα σε όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως ηλικίας και νοοτροπίας, να απολαύσουν είτε κατ’ ιδίαν είτε δημοσίως το αγαπημένο τους μουσικό είδος, καθώς και να έλθουν σε επαφή με άλλα ακούσματα, τα οποία είτε τα ενστερνίζονταν είτε τα απέρριπταν. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το καλό είναι ότι το κέρδος που αποκόμιζαν από αυτές τις εμπειρίες τους ήταν η διαμόρφωση άποψης επί του θέματος και μάλιστα τεκμηριωμένης.
Ύστερα, ήλθε η εποχή της σύζευξης. Το φωτογραφικό φιλμ απαθανατίζει στιγμιότυπα της ζωής των ανθρώπων, τα οποία δεν ανακαλούνται πλέον στο μυαλό με τη βοήθεια της μνήμης, αλλά υπάρχει και οπτικό βοήθημα, το οποίο εντυπωσιάζει και υπόσχεται την επέκταση της ζωής αγαπημένων προσώπων και καταστάσεων.
Όταν όμως ήλθε η ώρα του κινηματογράφου, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μια μυστηριώδη, ακόμη και τρομακτική τροπή. Με αυτό το τεχνολογικό θαύμα όχι μόνο η εικόνα ήταν κινούμενη, όχι μόνο ήταν ρεαλιστική πέρα για πέρα, αλλά ήταν και επενδυμένη με τον ήχο που την συντρόφευε (οι πρώτες ταινίες, λόγω τεχνολογικών αδυναμιών, ήταν βωβές, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 30’). Ο κινηματογράφος σχεδόν υπνώτιζε το κοινό του. Το πήγαινε σε άλλες διαστάσεις. Του έδινε την ευκαιρία να ζήσει πράγματα, τα οποία μόνο να ονειρευτεί μπορούσε. Θα ήταν δυνατόν να πει κανείς ότι είχαμε τότε ένα φαινόμενο αντίστροφης Αναγέννησης. Πλέον οι τέχνες δεν ήταν διασπασμένες, αλλά συνεργάζονταν σε πλήρη αρμονία, προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να μαγνητίσει τους πάντες και να μην τους αφήνει ούτε λεπτό από τον κόσμο, στον οποίο τους έχει εισαγάγει. Μπορεί ο κάθε καλλιτέχνης να θεωρείτο αυθεντία επάνω στον τομέα του, αλλά εργαζόταν πάντοτε σεβόμενος την εργασία του διπλανού του, στην περίπτωση μιας συνεργασίας. Τόσο η δύναμη της εικόνας όσο και η δύναμη του ήχου φάνηκαν στην περίπτωση της τηλεόρασης. Κυρίως από τη δεκαετία του 50’ και έπειτα η μικρή οθόνη καταγοήτευσε τα πλήθη και μπήκε για τα καλά στη ζωή τους. Ο κάθε κάτοχος αυτής ένιωθε σαν να διαθέτει έναν ιδιωτικό κινηματογράφο στο σπιτικό του. Ιδίως ο χώρος των διαφημίσεων αποτέλεσε ένα αρκετά πρόσφορο έδαφος, ώστε να διαφανούν όλα όσα διαθέτουν οι τέχνες αυτές. Η συνταγή είναι πάντοτε απλή. Έξυπνες ατάκες, εντυπωσιακές εικόνες και ‘’κολλητική’’ μουσική. Έκτοτε όμως ξεκινούσε και κάμψη.
Όσο η τεχνολογία προχωρούσε, το παιχνίδι των εντυπώσεων γινόταν όλο και πιο απάνθρωπο. Αρκετά πράγματα λοιπόν έπρεπε να γίνονται κατά παραγγελία ή να γίνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην επισκιάζουν το στοιχείο, το οποίο προωθείτο την εκάστοτε στιγμή. Η μουσική άρχισε να παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο, συνέχισε όμως να αφήνει το στίγμα της, με την πρόσληψη ιδιαιτέρως ταλαντούχων επαγγελματιών μουσικοσυνθετών, οι οποίοι έβαζαν τα δυνατά τους, για να ‘’ντύσουν’’ τις ταινίες ή τις σειρές που έβγαιναν στην επιφάνεια, προσπαθώντας να κάνουν τον κόπο τους να ταυτιστεί με το οπτικό προϊόν. Οι νότες όμως άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο αχνά, από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό από τις νεότερες γενεές ότι δεν είναι η μουσική αυτή που διασκεδάζει, αλλά ο ρυθμός.
Με αυτά και εκείνα φτάνει κανείς στη σημερινή εποχή, όπου το τελικό δημιούργημα είναι μια σειρά από επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σημεία, τα οποία εναρμονίζονται με τον εσωτερικό ρυθμό των ανθρώπων, φέρει εντυπωσιακότατες εικόνες και χρώματα, ευτελείς στίχους, όταν αυτοί κάνουν την παρουσία τους και δεν αποτελείται το κομμάτι από ακατανόητες, άναρθρες κραυγές, όμως δεν έχει παρά ελάχιστες νότες. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα γιατί παύει κάποιος να θέτει σε λειτουργία τη μουσική του ιδιοφυία; Μια αρκετά συζητήσιμη απάντηση θα μπορούσε να είναι, όταν σταματά να νοιάζεται για τη δημιουργία ή ξεπουλιέται για μερικά χρήματα παραπάνω. Κάτι πιο λογικό θα μπορούσε να είναι το εξής. Σταματά κάποιος να παράγει, όταν δεν υπάρχουν ώτα ευήκοα, για να ταξιδέψει η αλληλουχία των νοτών. Με πιο απλά λόγια, η έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας δεν δημιουργεί την ανάγκη για αναζήτηση των τεχνών σε ανώτερες σφαίρες. Σήμερα αρκεί αυτό, το οποίο ‘’τραβάει το μάτι’’, ερεθίζει το οπτικό νεύρο, όχι το ακουστικό. Όταν υπάρχει ανάγκη για το δεύτερο, τότε ο στερεοτυπικός ρυθμός και οι απλοϊκοί στίχοι, γεμάτοι με ψεύτικες υποσχέσεις για καλύτερη ζωή και περιπέτεια, αναλαμβάνουν και γεμίζουν, ως δανεικό υλικό πάντοτε, τα άδεια σαρκία όλων όσοι και όσες ενδιαφέρονται για αυτό το είδος της διασκέδασης, αδιαφορώντας την ίδια στιγμή για την ψυχαγωγία.
Υπάρχει θεραπεία για αυτή την κατάσταση; Ίσως η προαναφερθείσα λέξη να καθίσταται βαριά. Η μόδα μιας εποχής ορίζεται, κατά κύριο λόγο, από τα νεαρότερα άτομα. Μεγαλώνοντας κανείς, έρχεται σε επαφή με διάφορα στοιχεία, τα οποία τον καθοδηγούν στην αναζήτηση παλαιότερων στοιχείων και την κατανόησή τους. Αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα συνοδεύεται με την προϋπόθεση ότι η γνώση του πράγματος υπάρχει, είναι ζωντανή και δεν περιμένει να γίνει ένα ακόμη μουσειακό έκθεμα της σκέψης. Η ενασχόληση με τη μουσική, η ακρόαση αυτής, διαφόρων ειδών, ακόμη και η γνώση ενός μουσικού οργάνου είναι δυνατόν να αποβούν σωτήριες τακτικές για τον εαυτό μας, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Ας δώσουμε μια ευκαιρία σε όλα αυτά, ας σπάσουμε το ρυθμό και ας εντρυφήσουμε στα άδυτα της μουσικής παραγωγής.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός