Σήμερα ξύπνησα με ένα περίεργο όνειρο. Ήμουν δέκα χρονών και βρισκόμουν με τους γονείς μου σε μια οικογενειακή γιορτή. Κάποια στιγμή γύρισαν όλοι και με ρώτησαν “Τι θές να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”. Δεν απάντησα τίποτα και απλά τους κοίταζα. Πετάχτηκα πάνω… μέχρι να πάω στη δουλειά το είχα ήδη ξεχάσει.. Στο μέσα γραφείο κάθεται αυτός. Ας τον ονομάσουμε “κύριος Β”. Ο “κος.Β” , λοιπόν, ήρθε και σήμερα στην δουλειά του χαρούμενος. Σε λίγο θα αρχίσει να δέχεται τον κόσμο που περιμένει έξω από το γραφείο του. Ο κόσμος αυτός είναι κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Μερικοί από αυτούς βρίσκονται στο χειρότερο σημείο που μπορεί να φτάσει η ζωή κάποιου. Κάθεται, λοιπόν, και κάνει την δουλειά του. Όσο καιρό είμαι σε αυτή τη δουλειά, τον έχω δει να εκνευρίζεται, να θυμώνει αναίτια, να προσβάλει χωρίς λόγο πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους. Έχω δει να αρνείται να δώσει την βοήθεια του, όχι γιατί η θέση του δεν του δίνει την δύναμη, απλά γιατί εκείνη την στιγμή δεν είχε την όρεξη. Και όμως, τον έχω δει να χαμογελά και να κάνει ότι περνά από το χέρι του για να ευχαριστήσει όποιους αυτός επιλέγει, όπως δικά του άτομα ή ανωτέρους του. Κάθε φορά που κάνει ένα άσχημο σχόλιο ή θα μειώσει χωρίς λόγο κάποιον θα γυρίσει να δει αν τον ακούσαμε, θα γυρέψει την επιβράβευση. Κατεβάζω το βλέμμα… όχι επειδή είμαι καλύτερη, αλλά επειδή ντρέπομαι. Ντρέπομαι για μένα, γι’ αυτόν, για τον κόσμο, που περιμένει. Είναι ευχαριστημένος με όλο αυτό. Πιστεύει πραγματικά, πως έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αυτή την θέση.