Ήρθε και πάλι ο καιρός, όπου αρκετοί γονείς και διάφοροι συγγενείς θα συρρεύσουν στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν τους απογόνους τους να παρελαύνουν, με αφορμή ένα από τα δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας, ένα γεγονός, το οποίο όλο και περισσότεροι νέοι τείνουν να ξεχνούν, στην καλύτερη, να αγνοούν, στη χειρότερη των περιπτώσεων και αρκετοί μεγαλύτεροι να παρερμηνεύουν και να καπηλεύονται, αφήνοντας στην άκρη, παρέα με τη λήθη, όλους όσοι έτυχε να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τα συμβάντα και βρίσκονται ακόμη εν ζωή για να τα διηγηθούν και αυτούς, οι οποίοι έχουν αποφασίσει να μορφωθούν έξυπνα και πραγματικά και αναζήτησαν από μόνοι τους τα πώς και τα γιατί της καθημερινότητας εκείνης της περιόδου.
Η άγνοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο, δεδομένης της παρούσης εκπαίδευσης. Η ημιμάθεια από την άλλη κρίνεται κάτι το ανεπίτρεπτο, καθώς από τη στιγμή που κάποιος έχει μπει στον κόπο να πει μερικά πράγματα για εκείνη την ταραγμένη περίοδο, ας έχει τουλάχιστον το κουράγιο, την όρεξη και την αξιοπρέπεια να το κάνει σωστά και πολύπλευρα (το ίδιο ισχύει για όλες τις πτυχές της μάθησης, άσχετα από το γνωστικό αντικείμενο και το περιορισμένο σχολικό του περιεχόμενο).
Η αντίσταση κατά των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, έχει μείνει παροιμιώδης, με τόσα τραγούδια από την τραγουδίστρια της νίκης, τη Σοφία Βέμπο, βιβλία από διαφόρους λογοτέχνες και ειδικούς επιστήμονες πάνω σε αυτή την ιστορική περίοδο, ακόμη και γραφίστες και δημιουργούς κινουμένων σχεδίων, οι τέχνες των οποίων βρίσκονταν ακόμη εν σπαργάνοις. Μέσα από τις δεκαετίες που ακολούθησαν, τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής εφαρμογής, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, παραμένουν θωλά στην άτονη μνήμη των περισσοτέρων. Αναρωτιέται κανείς τι ήταν όλη αυτή η κατάσταση που επικρατούσε τη συγκεκριμένη επταετία. Ηταν μια προσπάθεια τόνωσης του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων, με σκοπό την καλύτερη αποδοτικότητα στη μάχη; Ηταν μια χυδαία προπαγάνδα κατά των ‘’εύκολων’’ αντιπάλων; Ηταν ένα έξυπνο μέσο αντίστασης, προϊόν λαμπρών μυαλών; Η απάντηση που θα δώσει κάθε άνθρωπος θα προέρχεται από την ατομική του ιδιοσυγκρασία, τα πιστεύω του, τις σκέψεις του και την ενημέρωσή του.
Οι παράμετροι που θα πρέπει να λάβει κάποιος υπόψη του, πρωτού σχηματίσει άποψη επί του θέματος, είναι διάφοροι, με πρωταρχικήν τα δεδομένα της εποχής. Η υπέρμετρη, μα ημιμαθής, προγονοπληξία είχε αποπροσανατολίσει τον ελληνικό λαό, καθιστώντας τον έρμαιο του κάθε πολιτικού αρχηγού. Κάτι τέτοιο φαίνεται να αποτελούσε μόδα του καιρού, διότι ο ίδιος ο Μουσολίνι συνήθιζε να βάζει στους εργάτες σε όλα τα εργοστάσια παραγωγής όπλων και στα στρατόπεδα εκπαίδευσης των στρατιωτών τους να ακούν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αποσπάσματα με πολεμικό περιεχόμενο από την Αινειάδα του Βιργιλίου, με σκοπό την υπενθύμιση της καταγωγής των Ιταλών και την αναβάθμιση του πολεμικού τους σθένους. Ολα αυτά, όσο άσχημα, ανούσια και αποτρόπαια και να ακούγονται σήμερα, τότε φαίνονταν φυσιολογικά, καθώς η έννοια του εθνικισμού διένυε την τρίτη και πιο επικίνδυνη φάση της, ενδείξεις της οποίας μπορεί να εντοπίσει κανείς στα κείμενα του Κνούτ Χάμσουν και στα μουσικά κομμάτια του Ρίχαρντ Βάγκνερ, οι οποίοι βίωναν τη μετάβαση από τη δεύτερη στην τρίτη φάση της εθνικιστικής σκέψης.
Αισίως φτάνει κανείς στο σημερινό σημείο, όπου τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα από ποτέ. Παρατηρούνται σημαίες να ανεμίζουν δεξια και αριστερά και ύμνοι να παίζονται από το πρωί ώς το βράδυ, χωρίς καμμίαν απολύτως γνώση των συμβόλων. Η τυφλή υπακοή στο παρελθόν, δίχως καθόλου εξέταση των συστατικών του, καθίσταται καταστροφική για τη σκέψη και για την κρίση στο σύνολό τους. Ακούει κανείς μητέρες να επιβάλλουν στα παιδιά τους να κάνουν το σταυρό τους και να μαθαίνουν το λόγο ύπαρξης των εννέα ριγών στην ελληνική σημαία, ενώ την ίδια στιγμή που τα ίδια δεν γνωρίζουν να μετρήσουν σωστά και δεν γνωρίζουν τον ποιητή του Υμνου εις την Ελευθερίαν, πόσω μάλλον αυτόν που μελοποίησε την πρώτη στροφή του και μας την παρουσίασε ως τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας.
Είναι πολυτριμμένο, αλλά πρέπει να λέγεται συχνά. Η ημιμάθεια είναι πολλές φορές χειρότερη από την αμάθεια. Οι λανθασμένες σκέψεις γύρω από ζητήματα της καθημερινότητας, η αποσιώπηση έγκυρων ιστορικών πηγών και η γενικότερη πνευματική αγκύλωση που υφίσταται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, έχουν ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό της κρίσης σε κατάσταση ραγιαδισμού. Κατά αυτό τον τρόπο δημιουργούνται στρατιές πνευματικά αέργων, οι οποίοι αποτελούν εύκολο στόχο ποδηγέτησης.
Είναι γεγονός ότι η νεολαία πάντοτε παρουσίαζε μιαν αποστροφή προς τις εθνικές εορτές. Κάθε φορά όμως υπήρχε ένας λόγος. Αλλοτε δεν συμφωνούσαν με το περιεχόμενό τους. Αλλες φορές πάλι δεν ήταν σύμφωνοι με το πνεύμα της παρουσίασης και της διάδοσής τους. Σήμερα, ο μοναδικός λόγος ενόχλησης του ζόντος μέλλοντος είναι πρακτικής φύσεως, καθώς η ελάχιστη ενασχόληση με την 28η Οκτωβρίου, την 25η Μαρτίου και τη 17η Νοεμβρίου μειώνει τον πολύτιμο χρόνο τους και τους αποσπά από την πρακτική του τίποτα. Ως αποτέλεσμα, η μνήμη μειώνεται και η κρίση αδρανοποιείται. Χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή, καθώς αυτές οι φουρνιές είναι αρκετά επιρρεπείς στην πολιτική χειραγώγηση, η οποία ξεκινά με τη μορφή του άκριτου φανατισμού επί παντός επιστητού.
Φυσικά, σε καμμίαν περίπτωση δεν επιχειρείται η ετεροκατεύθυνση προς συγκριμένες κατευθύνσεις. Το να δείχνει κανείς με το δάχτυλο είναι το χειρότερο όλων και κάτι τέτοιο κρίνεται ανεπίτρεπτο. Η ύπαρξη αρκετών απόψεων και η υπεράσπιση αυτών είναι κάτι το θεμιτό. Το κομβικό σημείο σε όλες αυτές τις σκέψεις είναι η τεκμηρίωση. Την επόμενη φορά που κάποιο άτομο θα αποπειραθεί να εντρυφήσει στο χώρο του ιστορικού γίγνεσθαι και είναι, θα ήταν καλό να λάβει πολυφωνική άποψη, διότι το ψέμα διαθέτει πολλές ακαταλαβίστικες γλώσσες, ενώ η αλήθεια μόνο μια, η οποία καθίσταται ειλικρινής και καθάρια.
Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός